Καθ’ ὅλας λοιπὸν τὰς τριάκοντα ἐκείνας ἡμέρας εἶχον οἱ Μάρτυρες μεγάλον καὶ ἄμετρον πόλεμον ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους αὐτῶν. Καὶ πρῶτον μὲν εἰσελθὼν εἰς τὴν φυλακὴν ὁ πατὴρ αὐτῶν ὠδύρετο διὰ τὴν στέρησιν τῶν τέκνων του, λέγων πρὸς αὐτοὺς τοιαῦτα παραπονετικὰ λόγια· «Ὦ τέκνα μου ἠγαπημένα, δὲν λυπεῖσθε τὸ ἄθλιον γῆράς μου; Ποίαν ἄλλην βακτηρίαν καὶ βοήθειαν νὰ εὕρω; Τίς νὰ κληρονομήσῃ τὸ πρᾶγμά μου; Συμπονέσατε καὶ εὐσπλαγχνισθῆτε, τέκνα μου, ἐμὲ τὸν δυστυχῆ, ὅστις σᾶς ἀνέθρεψα· διατί ὑπάγετε θεληματικῶς εἰς θάνατον; Διατί δὲν λυπεῖσθε τὴν νεότητά σας, τὸ γῆράς μου, τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα σας, αἵτινες θρηνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἀπαρηγόρητα; Διατί νὰ στερηθῆτε τὰ τερπνὰ τοῦ κόσμου, τὴν γλυκυτάτην ζωὴν καὶ νὰ φάγουν οἱ ἐχθροί σας τὸν πλοῦτον σας, ἐγὼ δὲ νὰ ζημιωθῶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ τὸ πρᾶγμα, τὴν ζωὴν καὶ τὰ τέκνα, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου;». Ἀφοῦ εἷπε ταῦτα ὁ πατήρ, ἀρχίζει καὶ ἡ μήτηρ τὸν θρῆνον ἀπαρηγόρητα, ἀνασπῶσα δὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς καὶ τὰς σάρκας ξεσχίζουσα, ἐδείκνυε τοὺς μαστούς της λέγουσα· «Σκεφθῆτε, τέκνα μου φίλτατα, τοὺς πόνους τοὺς ὁποίους ὑπέφερα διὰ νὰ σᾶς γεννήσω, νὰ σᾶς θηλάσω καὶ νὰ σᾶς ἀναθρέψω ἡ τάλαινα». Τοιαῦτα καὶ ἔτι περισσότερα ἔλεγον οἱ γονεῖς, ἵνα παρακινήσουν αὐτοὺς εἰς συμπάθειαν.
Αἱ δὲ γυναῖκες πάλιν ἔκαμνον θρῆνον ἀμέτρητον καὶ βαστάζουσαι τὰ τέκνα εἰς τὰς ἀγκάλας των ἔλεγον ταῦτα ὀλοφυρόμεναι· «Ὦ ὁμόζυγοι φίλτατοι, διατί φαίνεσθε πρὸς ἡμᾶς καὶ πρὸς ἑαυτοὺς τόσον ἄσπλαγχνοι; Ἐὰν εἴχετε τοιαύτην ἀνόητον γνώμην, νὰ θανατωθῆτε ἄωρα καὶ ἄκαιρα, διὰ ματαίαν ἐλπίδα μελλούσης ζωῆς, τὴν ὁποίαν δὲν γνωρίζετε ἐὰν εἶναι ἀληθής, διατί μᾶς ἐβάλετε εἰς τὰ βάσανα; Πῶς νὰ ἴδωμεν τὸν πικρὸν καὶ ἄδικον θάνατόν σας; Πῶς νὰ ὑπομείνωμεν τὴν χηρείαν αἱ τάλαιναι; Πῶς νὰ θρέψωμεν τὰ τέκνα σας; Κάμετε εἰς ἡμᾶς εὐσπλαγχνίαν καὶ συμπονέσατε ἡμᾶς, ἐὰν δὲν λυπῆσθε τὴν σάρκα σας· καὶ κἂν θανατώσατέ μας πρότερον, νὰ μὴ ἴδωμεν τὸ τέλος σας, διότι μίαν ἡμέραν δὲν θέλομεν ζήσει ὀπίσω σας, ἀλλὰ θέλομεν παρακαλέσει τοὺς δημίους νὰ κόψωσι καὶ ἡμᾶς μὲ τὸ αὐτὸ ξίφος ἢ ἐὰν παρακούσωσι, κἂν ἡμεῖς νὰ θανατωθῶμεν ἀνηλεῶς». Αὐτὰ καὶ ἕτερα πλείονα λέγουσαι ἀπὸ τὸ ἓν μέρος αἱ γυναῖκες καὶ ἀπὸ τὸ ἕτερον οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι ἔκαμον τοὺς ἀκροατὰς καὶ ἐδάκρυσαν, ἐξόχως δὲ οἱ Μάρτυρες, ὡς ἄνθρωποι καὶ αὐτοὶ σάρκα φοροῦντες, συνεπόνεσαν τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν ἔρρεον κρουνηδὸν τὰ δάκρυα.