Οἱ δὲ ἀσεβεῖς δέσαντες καὶ αὐτοὺς τοὺς παρέστησαν εἰς τὸν νέον ἔπαρχον, ὅστις βασανίσας αὐτοὺς διαφόρως, καὶ μὴ δυνάμενος νὰ τοὺς μεταστρέψῃ, τὸ ἀνέφερε πρὸς τὸν βασιλέα, ὅστις προσέταξε νὰ τοὺς δώσουν τρεῖς δαρμοὺς δυνατούς· ἔπειτα, ἐὰν δὲν προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα, νὰ τοὺς ρίψουν καὶ αὐτοὺς εἰς τὰ ὕδατα. Οὕτως οἱ ἀοίδιμοι, ἀφοῦ ἐδάρησαν τρεῖς φορὰς ἀνηλεῶς, ριφθέντες μὲ λίθους μεγάλους εἰς τὰ ὕδατα τοῦ Τιβέρεως, παρέδωκαν τὰς ἁγίας ψυχὰς αὐτῶν εἰς χεῖρας Θεοῦ.
Κουρτουάτος δέ τις ἀνὴρ δυσσεβής, προσποιούμενος ὅτι ἦτο Χριστιανός, συνηνώθη μὲ τοὺς Ἁγίους, διὰ νὰ τοὺς προδώσῃ ὁ ἀλιτήριος, ὅταν εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον. Καὶ ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν, βλέπων τὸν Τιβούρτιον εἰς Ναόν τινα προσευχόμενον, τὸν διέβαλεν εἰς τὸν ἔπαρχον· ἔπειτα ἐπῆγε καὶ αὐτὸς καὶ προσηύχετο, τάχα ὅτι ἦτο Χριστιανός, διὰ νὰ μὴ φανῇ προδότης, καὶ διὰ νὰ περιπαίξῃ τοὺς πιστοὺς πάλιν ὕστερα. Εἰσελθόντες λοιπὸν οἱ δήμιοι συνέλαβον καὶ τοὺς δύο, καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὸν ἔπαρχον, ὅστις εἶπε πρὸς τὸν προδότην· «Χριστιανὸς εἶσαι καὶ σύ, Κουρτουάτε;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο «Ναί». Ὁ Ἅγιος ὅμως, γνωρίσας τὴν ὑπόκρισιν, εἶπε πρὸς αὐτὸν ὀργιζόμενος· «Μὴ περιγελᾷς τὸν ἑαυτόν σου, δόλιε, ὅτι ὁ πόρνος καὶ ὁ μέθυσος Χριστοῦ μαθητὴς δὲν γίνεται, ἢ νομίζεις ὅτι δὲν γνωρίζω ὁποῖος εἶσαι, καὶ ὅτι σὺ μὲ ἐπρόδωσες εἰς θάνατον; Ἀλλὰ τοῦτο ἐγὼ ὁλοψύχως ποθῶ, νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸν Δεσπότην μου Χριστόν, τὸν εἰς ἐμὲ ποθεινὸν καὶ γλυκύτατον, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ὁποίου ἀφῆκα θεληματικῶς εἰς ἄλλους τὸν οἶκον μου, πλοῦτον καὶ συγγενεῖς καὶ δόξαν ἀπαρνησάμενος, καὶ δὲν φοβοῦμαι οὔτε πῦρ, οὔτε διωγμούς, οὔτε μάστιγας, ἀλλὰ πάντα ταῦτα καὶ ἔτι πλείονα εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω μὲ τὴν Ἐκείνου βοήθειαν». Ὁ δὲ ἔπαρχος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον· «Τοῦτον μὲν ἄφες, Τιβούρτιε, καὶ κάμε τὸν λόγον μου· λυπήσου τὴν εὐγένειάν σου καὶ τὴν νεότητα, νὰ μὴ λάβῃς ἐπονείδιστον θάνατον». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος· «Δὲν εἶναι αἰσχύνη, ὦ δικαστά, νὰ λατρεύω Θεὸν ἀληθῆ καὶ παντέλειον, ἀλλ’ ὅσοι λατρεύουσι δαίμονας, αὐτοὶ εἶναι ἐλεεινοὶ καὶ πολλῶν θρήνων ἄξιοι».
Τότε θυμωθεὶς ὁ ἔπαρχος, προστάσει νὰ φέρωσιν ἄνθρακας καὶ τοῦ λέγει· «Ἔκλεξον ἓν ἐκ τῶν δύο: ἢ προσκύνησον τοὺς θεούς, ἢ εἴσελθε γυμνὸς τοὺς πόδας εἰς τοὺς ἄνθρακα». Ὁ δὲ Ἅγιος, ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἐστάθη ἐπάνω εἰς τοὺς ἀνημμένους ἄνθρακας λέγων· «Βλέπε τώρα τῆς Πίστεώς μου τὴν δύναμιν, καὶ μάθε ὅτι ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ σέβομαι· τούτου γενοῦ καὶ σὺ μαθητής, ἀφήνων τὴν ἀσέβειαν».