Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΠΑΥΛΟΥ τοῦ Νέου, ἀσκήσαντος ἐν τῷ ὄρει τοῦ Λάτρου.

Οὕτω λοιπὸν ἔγινεν ὀνομαστὸς καὶ ἔλαμπεν εἰς τὸν στῦλον ὡς ἄλλος ἥλιος· ὅθεν μὲ τὴν θαυμάσιον πολιτείαν του εἵλκυσε πολλοὺς πρὸς ἑαυτόν, ὡς ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον, καὶ συνήχθησαν ἀπὸ διαφόρους τόπους καὶ κατῴκησαν πέριξ τοῦ στύλου, κτίζοντες ἄλλος καλύβην, ἄλλος σκάπτων σπήλαιον καὶ ἕκαστος ἐπορεύετο ὡς ἠδύνατο, ἐδιδάσκοντο δὲ ἅπαντες ὑπὸ τοῦ Ὁσίου. Ἔπειτα ἔκτισαν καὶ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ μὲ τὴν πρόσταξιν τοῦ Γέροντος, ὁ ὁποῖος τοὺς διεχώρισεν εἰς δύο τάγματα, τὸ ἓν νὰ διάγουν κοινοβιακῶς, τὸ δὲ ἄλλο ἰδιορρύθμως, ἕκαστος δὲ Μοναχὸς ἠκολούθει τὴν τάξιν τοῦ τάγματος τὸ ὁποῖον προέκρινε. Τοὺς προσέταξε δὲ νὰ μὴ ἔχῃ οὐδεὶς τίποτε ἴδιον, οὔτε μίαν βελόνην, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζῃ ὁ Καθηγούμενος. Τοὺς καθώρισε δὲ καὶ τὰς τάξεις ἑκάστου τάγματος, πῶς δηλαδὴ θὰ πολιτεύωνται οἱ Μοναχοὶ ἑκάστου τάγματος, εἰς τὴν Ἀκολουθίαν, εἰς τὴν τροφήν, εἰς τὴν ἐνδυμασίαν καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Τοὺς ἔδιδε δὲ καὶ ὅσα τοὺς ἐχρειάζοντο διὰ νὰ πορεύωνται, ὥστε νὰ μὴ τοὺς λείπῃ τίποτε, καὶ τοὺς πειράξῃ ὁ λογισμός, νὰ στραφοῦν εἰς τὰ ὀπίσω, ὅταν ὑστεροῦντο τῶν ἀναγκαίων τοῦ σώματος· ταῦτα δὲ τοῦ ἔφερον οἱ πιστοὶ χάριν ἐλεημοσύνης· καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο νὰ ἡσυχάσουν ἐκράτουν ἀργύρια καὶ τὰ ἔδιδον εἰς τὸν Προεστῶτα διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς ἀδελφότητος, τοῦ ἔφερον δὲ πολλάκις καὶ ἄρτους.

Ἡμέραν δέ τινα τοῦ ἔφερον ὀλίγον ἄλευρον, τὸ ὁποῖον οἱ Μοναχοὶ ἐζύμωσαν χωρὶς νὰ πάρουν εὐλογίαν, διότι δὲν εἶχον ἄρτον τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ἠναγκάσθησαν νὰ ζυμώσουν, διὰ νὰ γίνῃ γρήγορα ὁ ἄρτος. Ὅταν ὅμως ἐζύμωσαν τοῦ τὸ εἶπον· ὁ δὲ Ὅσιος τοὺς ἐκανόνισε βαρέως διὰ τὴν παράβασιν, προστάξας συγχρόνως νὰ ρίψουν τὴν ζύμην εἰς τὸν ποταμόν, διὰ νὰ μὴ τολμήσουν πλέον νὰ πράξουν τι ἄνευ εὐλογίας καὶ συγχωρήσεως· οἱ δὲ Μοναχοὶ ἐσκανδαλίσθησαν, ἐπειδὴ δὲν εἶχον τί νὰ φάγωσιν· ἀλλ’ ὁ πανάγαθος Κύριος, διὰ νὰ τοὺς δώσῃ νὰ ἐννοήσουν ὅτι ἡ γνώμη τοῦ Ὁσίου ἦτο θεάρεστος καὶ ὄχι ἀνόητος καὶ ὅτι δὲν ἀπέρριψε ματαίως τόσην ζύμην, ᾠκονόμησε καὶ τοὺς ἔφεραν τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἄρτους πολλούς, ὥστε τοὺς ἔφθασαν πρὸς αὐτάρκειαν καὶ τότε ἠννόησαν οἱ ἀδελφοὶ τὸ σφάλμα των καὶ ἐζήτησαν συγχώρησιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Περγάμου, βλέπε ἐκτενὴ ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ Ιʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Κάρπου, Πάπυλου, Ἀγαθοδώρου καὶ Ἀγαθονίκης, τῇ ιγʹ (13ῃ) τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου.

[2] Ὄλυμπος ὁ Βιθυνικός, περὶ οὗ βλέπε ὑποσημείωσιν σελ. 55.

[3] Περὶ τῶν Ὁσίων τούτων Πατέρων βλέπε εἰς τὴν ιδʹ (14ην) Ἰανουαρίου, ὅτε ἑορτάζονται οἱ ἐν Σινᾷ καὶ Ραϊθῷ ἀναιρεθέντες Ὅσιοι Πατέρες. Πλὴν δὲ τῶν ἐν τοῖς τακτικοῖς Συναξαρίοις τῆς ἡμέρας ταύτης ἀναφερομένων, προσεθέσαμεν καὶ ἱκανὰς περὶ τούτων πληροφορίας ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τοῦ κεφαλαίου.

[4] Πέτρος Αʹ βασιλεὺς τῆς Βουλγαρίας (927-968), υἱὸς τοῦ Συμεῶνος Αʹ (ἰδὲ καὶ ἐν τόμῳ ΙΑʹ ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἐπισκόπου Ἀχρίδος, τῇ 22ᾳ τοῦ μηνός Νοεμβρίου). Ὁ Πέτρος οὗτος ἔχει ἀνακηρυχθῆ ὑπὸ τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος.

[5] Καλώνυμος ἢ Καλόλιμνος εἶναι νῆσος τῆς Προποντίδος, καλουμένη σήμερον τουρκιστὶ Ἰμραλῆ-Ἀντά.