Ἰδὼν δὲ τὴν καλήν, του γνώμην ὁ Παῦλος, ἐδέχθη καὶ ἀφοῦ ἀνέβησαν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, ἤτοι τοῦ Λάτρου, κατέβησαν εἰς τὸ νότιον μέρος αὐτοῦ πρὸς τὴν Λαύραν τῶν Κελλιβάρων, γυρίζοντες δὲ ὅλα τὰ κελλία, ἐγνωρίσθησαν μὲ τοὺς ἐρημίτας, οἵτινες κατῴκουν εἰς ἐκεῖνα τὰ σπήλαια. Εἰς τὸν τόπον αὐτὸν λέγουσιν, ὅτι ἦλθον ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἀπὸ τὴν Ραϊθὼ [3] ὅσοι Πατέρες διέφυγον τὴν σύλληψιν ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ, ἦσαν δὲ οὗτοι τριακόσιοι.
Ἀφοῦ ἔφθασαν εἰς ἐκείνην τὴν ἔρημον, ὁ θαυμάσιος Παῦλος μὲ τὸν Δημήτριον ἐγύρισαν ὅλα ἐκεῖνα τὰ σπήλαια καὶ εὑρόντες ἕν, τὸ ἡσυχαστικώτερον ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὸ λεγόμενον τῆς Θεοτόκου, τὸ ὁποῖον ἤρεσεν εἰς τὸν Παῦλον, εἶπεν οὗτος εἰς τὸν συνοδόν του νὰ μείνωσιν εἰς αὐτό· ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίνατο· «Ὅσον δι’ ἡσυχίαν ὁ τόπος εἶναι κατὰ πολλὰ ἁρμόδιος, ἀλλὰ θέλομεν καὶ παραμικρὸν σιτηρέσιον, ἐδῶ ὅμως δὲν εὑρίσκομεν τίποτε βρώσιμον· λοιπὸν ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὴν Σκήτην τῶν Κελλιβάρων, νὰ καθίσωμεν μετά τινος κελλιώτου, ὥστε νὰ λαμβάνωμεν ἀπὸ τὴν Λαύραν ἢ ἀπὸ τοὺς ἐρημίτας τὴν ζωοτροφίαν μας». Ὁ δὲ θεῖος Παῦλος εἶπε, δεικνύων εἰς αὐτὸν τὰ πρινάρια· «Αὐτὰ τὰ βελανίδια μᾶς φθάνουσι». Λέγει ὁ Δημήτριος· «Αὐτὰ εἶναι τόσον βλαβερὰ καὶ ἄνοστα, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ χοῖροι τὰ μισοῦν πολλάκις καὶ δὲν τὰ θέλουν». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Παῦλος· «Ἐπειδή, ἀδελφέ, ἀγαπᾷς νὰ ἔχῃς τὰ σαρκικά σου θελήματα καὶ δὲν ἐνθυμεῖσαι τὰ θεῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον μᾶς παραγγέλλει, νὰ μὴ μεριμνῶμεν διὰ τὴν αὔριον, οὔτε διὰ τροφὰς καὶ ἐνδύματα, ἐγὼ μένω ἐδῶ, σὺ δὲ ὕπαγε ὅπου ἐπιθυμεῖς».
Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Παῦλος ἐκεῖ. Ὁ δὲ Δημήτριος ἐπῆγεν εἰς τὰ Κελλίβαρα καὶ ἔμεινεν ἄνωθεν τῆς Λαύρας μετὰ Γέροντός τινος ἐναρέτου, Ματθαίου ὀνόματι, προορατικοῦ καὶ ἁγίου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀκούσας διὰ τὸν Παῦλον, τοῦ ἔστελλε τροφὰς μὲ τὸν Δημήτριον, τὰς ὁποίας ἐδέχετο ὁ μακάριος εὐχαριστῶν μετὰ δακρύων τὸν Κύριον, ὅστις εἶχε τὴν μέριμνάν του, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. Οὕτω λοιπὸν ἔμεινεν ὁ καλὸς Δημήτριος ὑπηρετῶν τὸν Ματθαῖον ἀόκνως καὶ βοηθῶν καὶ τὸν Παῦλον εἰς τὰ ἀναγκαιότερα τοῦ σώματος. Εἶχε δὲ ὁ ἅγιος Γέρων, ἤτοι ὁ Ματθαῖος, συνήθειαν, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐξαγάγῃ παξιμάδια ἀπὸ τὸ κοφίνι, νὰ κάμῃ πρότερον προσευχήν, διὰ νὰ τὰ εὐλογῇ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ πληθαίνωσιν·