Εἶχε δὲ τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο τῆς Καρύας πολλοὺς Μοναχούς, τοὺς ὁποίους ἐπεμελεῖτο σπουδαίως ὁ μέγας Πέτρος ὡς Καθηγούμενος καὶ δὲν ἄφηνεν οὐδένα νὰ διάγῃ μὲ ἀμέλειαν, ἀλλ’ ἤθελε νὰ ἵστανται εἰς τὴν ἀκολουθίαν ὅλοι πρόθυμοι· βλέπων δέ ποτε τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τὸν ἤλεγξεν· ἐκεῖνος δὲ ἐζήτησε συγχώρησιν μὲ ταπείνωσιν· καὶ πάλιν ἄλλην νύκτα τὸν εἶδεν ὅτι ἐνύσταζε καὶ τοῦ ἔδωσε ράπισμα εἰς τὸ πρόσωπον· ὅθεν πλέον δὲν ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν σύναξιν, οὔτε εἰς τὴν κατ’ ἰδίαν προσευχὴν οὐδέποτε, διότι τὸ ράπισμα ἐκεῖνο ἔγινεν εἰς αὐτὸν ἰατρεία, προσέθετε δὲ καὶ ὁ ἴδιος ἐπιμέλειαν ὡς ἔπρεπεν.
Μετῆλθε δὲ ὁ Ὅσιος καὶ ἄλλην παίδευσιν διὰ νὰ δαμάζῃ μὲ ταύτην τὴν σάρκα ὁ πάνσοφος καὶ νὰ τὴν ἔχῃ ὑπήκοον εἰς τὸ πνεῦμα πάντοτε· ἀλλὰ τοῦτο ἴσως νὰ φανῇ εἰς τοὺς ἀμελεῖς περισσὸν καὶ ἄπιστον, πλὴν ἐκεῖνοι οἵτινες τὸ εἶδον τὸ ἐμαρτύρησαν, καὶ ἡμεῖς ἐπιστεύσαμεν, διότι τοὺς ἐγνωρίσαμεν ὅτι ἦσαν φιλαλήθεις καὶ ἐνάρετοι καὶ διὰ τοῦτο τὸ γράφομεν πρὸς παράδειγμα, μάλιστα διότι καὶ ὁ θαυμάσιος Γαβριὴλ (περὶ τοῦ ὁποίου θέλομεν εἴπει κατωτέρω) μᾶς ἐβεβαίωσεν. Εἶδε λοιπὸν οὗτος τὸν μακάριον Παῦλον ὀφθαλμοφανῶς, ὅτι ἔδεσε μὲ σχοινία δύο μεγάλους λίθους, οἵτινες ὀνομάζονται παντάλιοι καὶ κρεμάσας αὐτοὺς ὀπίσω εἰς τὴν ράχιν του, ἐγύριζεν ὅλην τὴν νύκτα εἰς τὸ Μοναστήριον, ἕως νὰ κτυπήσῃ τὸ σήμαντρον· τοῦτο δὲ ἐποίει, διὰ νὰ νικήσῃ τὸν ὕπνον καὶ νὰ συνηθίσῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ νὰ γίνῃ εἰς τὰς ἀγρυπνίας ἄοκνος, ἔτι δὲ καὶ νὰ ταπεινώσῃ τὴν σάρκα, νὰ νικᾷ τὰ πάθη ὡς στρατιώτης ἀήττητος. Τούτους τοὺς λίθους ἐφύλαττον οἱ σπουδαιότεροι Μοναχοὶ ἔτη πολλὰ μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου καὶ τοὺς ἐδείκνυον εἰς τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητάς, οἵτινες ἤρχοντο νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιον αὐτοῦ Λείψανον. Ἀλλ’ ἂς εἴπωμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα αὐτοῦ ἀγωνίσματα καὶ πρῶτον περὶ ἀγρυπνίας, καθὼς ἠρχίσαμεν.
Τόσον ἐπολέμει τὴν σάρκα κατὰ τοῦ ὕπνου ὁ ἀοίδιμος καὶ τόσον κόπον ἔλαβεν, ὥστε ὅταν ἤθελε νυστάξει ἀπὸ τὸν κόπον τὸν ἄμετρον, δὲν ἐκοιμᾶτο εἰς στρῶμα ἢ εἰς ψάθην ἢ νὰ πέσῃ δίπλα μὲ τὸ πλευρὸν οὐδέποτε, ἀλλ’ εἰς δένδρον ἢ λίθον ἢ εἰς ἄλλο τι ἀκουμβοῦσεν ὄρθιος· καὶ τόσον μόνον, ὅσον νὰ μὴ βλάψῃ τὸν νοῦν του ἀπὸ τὴν πολλὴν ἀγρυπνίαν καὶ τὴν ἄσκησιν. Ποτὲ δὲν ἐγέλασεν, οὔτε λόγον ἀργὸν ἢ αἰσχρὸν ὡμίλει εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν ὁ ἀοίδιμος.