ἐπεδίωκε νὰ αἰχμαλωτίσῃ πάσῃ θυσίᾳ τὴν καθαράν του ψυχὴν ἡ ἀκάθαρτος· ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη παρ’ ὅλας τὰς πονηρίας της ὄχι μόνον τὸν Ἅγιον νὰ νικήσῃ, ἀλλ’ οὐδὲ κἂν ἕνα ἐκ τῶν μαθητῶν του. Ὅθεν ἐπέστρεψεν ἡ πάντολμος ἄπρακτος· καὶ διὰ νὰ λάβῃ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα τῆς ὑπεσχέθησαν, εἶπε ψεύματα, ὅτι τὴν ὠρέχθη ὁ Δανιὴλ καὶ εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ βάλουν κλίμακα νὰ ἀναβῇ εἰς τὸν στῦλον, ἀλλ’ αὐτὴ δὲν κατεδέχθη καὶ ἔφυγεν. Οὕτως ἡ βέβηλος ἐδυσφήμησε τὸν ἀμόλυντον, ἀλλ’ ἡ θεία δίκη δὲν ὑπέφερε τὴν συκοφαντίαν· ὅθεν εἰσῆλθεν ἐντὸς αὐτῆς δαίμων, ἐκ τοῦ ὁποίου καὶ μὴ θέλουσα ὡμολόγησεν εἰς ὅλους τὸ ψεῦδος καὶ τὸν δόλον τῶν αἱρετικῶν. Οἱ μὲν λοιπὸν ἄνθρωποι τῆς Πόλεως ἐπῆγαν αὐτὴν εἰς τὸν Ὅσιον, ὁ ὁποῖος ὡς δοῦλος Χριστοῦ καὶ μιμητὴς ἀμνησίκακος τὴν ἰάτρευσε καὶ συνεχώρησε τὸ πταίσιμόν της. Αὕτη δὲ θαυμάζουσα τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Ὁσίου κατεφίλει τὸν στῦλον ραίνουσα αὐτὸν μὲ δάκρυα καὶ κατανυγεῖσα διὰ τῆς θείας Χάριτος ὑπεσχέθη νὰ διορθώσῃ τὴν πολιτείαν της καὶ οὕτως ἐποίησε καὶ ἐτέλεσε τὸν ὑπόλοιπον αὐτῆς βίον ἡ πρῴην ἄσωτος σωφρονέστατα.
Ἐγνώριζε δὲ ὁ Ὅσιος καὶ τὰ μέλλοντα· ὅθεν προβλέπων μεγάλην ἀπειλὴν καὶ ὀργὴν Κυρίου, ἥτις ἔμελλε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ Βυζάντιον, διεμήνυσεν εἰς τὸν βασιλέα, καθὼς καὶ εἰς τὸν Πατριάρχην, νὰ ποιῶσι δύο λιτανείας τὴν ἑβδομάδα μεθ’ ὅλου τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ ἐξιλεώσουν τὸν Θεὸν καὶ νὰ τοὺς παιδεύσῃ ὀλιγώτερον. Ἀλλ’ αὐτοὶ ἀμελήσαντες, ἐδοκίμασαν πόσον μέγα κακὸν προξενοῦν τὰ ἁμαρτήματα, καθὼς θέλομεν γράψει κατωτέρω. Θὰ εἴπωμεν ὅμως πρότερον πῶς ὁ Ὅσιος ἐχειροτονήθη Ἱερεύς, ἐπειδὴ ἦτο τοῦτο θέλημα Θεοῦ. Ὁ βασιλεύς, ὑπὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος φωτιζόμενος, ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχην Γεννάδιον νὰ χειροτονήσῃ τὸν Ἅγιον Ἱερέα, ἐκεῖνος δὲ λαβὼν πολλοὺς ἐκκλησιαστικούς, ἐπῆγεν εἰς τὸν στῦλον χαίρων. Ὁ Ὅσιος ὅμως ὡς προορατικὸς ἐγνώρισεν ὅσα ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Ἀρχιερεὺς εἶπον. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν στῦλον, εἶπεν ὁ Πατριάρχης πρὸς τὸν Ὅσιον· «Ἀπὸ πολλοῦ καιροῦ εἶχον πόθον νὰ ἀπολαύσω τὴν ἁγιωσύνην σου, ἀλλ’ αἱ πολλαὶ φροντίδες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μὲ ἄφηνον· τώρα λοιπὸν ὅπου εὗρον ὀλίγην εὐκαιρίαν, ἦλθον νὰ σὲ ἀπολαύσω καὶ σὲ παρακαλῶ βάλε τὴν κλίμακα νὰ ἀναβῶ, ἵνα συνομιλήσωμεν». Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὡς προφητικώτατος· «Ματαίως σὲ ἔβαλεν εἰς κόπον ἐκεῖνος ὅστις σὲ ἔστειλε». Ταῦτα ἀκούσας ἐθαύμασεν ὁ Ἐπίσκοπος, ὅτι προεγνώρισε τὰ πάντα ὁ Ὅσιος.