Ἀπελθὼν λοιπὸν ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ τόπου, Γελάνιος ὀνόματι, μὲ ἄλλους τινὰς εἰς τὴν συνοδείαν του, ἐμελέτα νὰ καταστρέψῃ τὸν στῦλον ὁμοῦ μὲ τὸν Ὅσιον. Ἀλλ’ ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ δοξάζων τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας, προσέταξε τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ ἐνῷ ἦτο γαλήνη μεγάλη καὶ οὐρανὸς ἀνέφελος ἦλθον αἴφνης βροχὴ δυνατὴ καὶ χάλαζα μεγάλη, ἥτις κατέκαυσεν ὄχι μόνον τὰς σταφυλὰς τῶν ἀμπελώνων, ἀλλ᾽ ἔπεσον καὶ τὰ φύλλα αὐτῶν καὶ δὲν ἔμεινε νὰ τρυγήσουν τίποτε. Παρ’ ὅλον ὅμως αὐτὸ τὸ θαυμάσιον, δὲν ἔπαυσε τὴν ὀργὴν ὁ Γελάνιος, ἀλλὰ προσέταξε τὸν Ὅσιον νὰ καταβῇ ταχέως ἀπὸ τὸν κίονα. Ὁ δὲ Ὅσιος κατέβαινε μὲ ταπείνωσιν· καὶ ὅταν ἦτο εἰς τὸ ἕκτον σκαλίον τῆς κλίμακος, βλέπων τοὺς πόδας αὐτοῦ τὸν ηὐλαβήθη ὁ Γελάνιος, διότι ἦσαν καταπληγωμένοι ἀπὸ τὸ στάσιμον καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ ἀναβῇ πάλιν ἐπάνω ὡς πρότερον καὶ νὰ τὸν συγχωρήσῃ διὰ τὸ πταίσιμον. Ὕστερον μάλιστα τοῦ ἔκαμε τὸν στῦλον ὑψηλότερον, παχύτερον καὶ στερεώτερον καὶ ἀνέφερε πρὸς τὸν βασιλέα διὰ τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν γενναιότητα τοῦ Ὁσίου.
Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἦλθε γηραιός τις νομικός, βαστάζων τὸν υἱόν του, ὅστις εἶχε δεινὸν δαιμόνιον καὶ ἀποθέσας αὐτὸν πλησίον τοῦ στύλου, παρεκάλει τὸν Ὅσιον μετὰ δακρύων νὰ σπλαγχνισθῇ τὸν πάσχοντα. Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἐὰν πιστεύῃς ὅτι δύναμαι νὰ τὸν θεραπεύσω, νὰ γίνῃ κατὰ τὴν πίστιν σου». Ταῦτα λέγων ὁ Ὅσιος, προσέταξε τοὺς μαθητάς του νὰ δώσουν εἰς τὸν ἀσθενῆ νὰ πίῃ ἔλαιον. Τότε ἔρριψε καὶ ἐτάραξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ ἐφώναζε λέγον· «Ἐξέρχομαι»· καὶ οὕτως ὁ ἀσθενὴς ἐξήμεσεν αἷμα μαῦρον πυκνὸν καὶ ἐλυτρώθη τοῦ δαίμονος. Ὁ δὲ πατὴρ τοῦ παιδὸς ἔκλαιεν ἀπὸ τὴν χαράν του, εὐχαριστῶν τὸν ἰατρόν· ὁ δὲ ἰαθεὶς ἔμεινε πλησίον τοῦ Ἁγίου καὶ ἐγένετο Μοναχός, καταφρονῶν πᾶσαν κοσμικὴν ματαιότητα καὶ σαρκικὴν ἡδυπάθειαν.
Ἄλλος δέ τις, Κῦρος τὸ ὄνομα, ἔπαρχος τὸ ἀξίωμα, ὅστις ἔγινε μετὰ ταῦτα Ἐπίσκοπος Κοτυαείου [1], εἶχε θυγατέρα δαιμονιζομένην, Ἀλεξανδρείαν ὀνόματι, τὴν ὁποίαν ἔφερεν εἰς τὸν Ἅγιον μὲ ἄλλην τινὰ ὁμοίως δαιμονιῶσαν, ἥτις ἦτο γυνὴ τοῦ συγγάμβρου του, τὰς ὁποίας ὁ Ὅσιος μὲ τὴν προσευχὴν ἐθεράπευσεν. Ὅθεν ὁ Κῦρος εὐχαριστήσας τὸν Ὅσιον, ὡς ἐγγράμματος ὅπου ἦτο, συνέθεσεν ἓν ἐπίγραμμα, τὸ ὁποῖον καὶ ἐχάραξε πελεκητὸν εἰς τὸν κίονα, ἔλεγε δὲ τοῦτο τὰ ἑξῆς·