Ἐσφράγισε λοιπὸν τὰς τέσσαρας γωνίας τοῦ Ναοῦ μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποιήσας καὶ μετανοίας ὅσας ἠδύνατο· τὸ δὲ ἑσπέρας ἦλθεν ὁ ἄρχων τοῦ σκότους καὶ ποιῶν σύγχυσιν καὶ θόρυβον ἄμετρον ἔρριπτε λίθους νὰ τὸν φονεύσῃ ὁ τρισκατάρατος. Ὁ δὲ Ἅγιος ἵστατο ἀφόβως προσευχόμενος. Παρῆλθον λοιπὸν ἡ πρώτη καὶ ἡ δευτέρα νύκτες οὕτως ἀοράτως ὑπ’ αὐτῶν πολεμούμενος καὶ τὴν τρίτην εἶδε μεγάλους τινὰς καὶ γιγαντιαίους ἀνθρώπους, μαύρους τὴν ὄψιν καὶ φοβερούς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἠπείλουν λέγοντες· «Ποῖος σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἄθλιε, νὰ ἔλθῃς ἐδῶ, νὰ μᾶς διώκῃς ἀπὸ τὸν οἶκόν μας;».
Ταῦτα λέγοντες οἱ δαίμονες ἐποίουν σχήματα, ὅτι ἤθελον νὰ τὸν πνίξωσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τοῦ ἔρριπτον λίθους φωνάζοντες, ἀλλ᾽ οὐδεὶς ἐτόλμα νὰ τὸν πλησιάσῃ. Ὁ δὲ Ἅγιος πρῶτον μὲν καὶ οὗτος τοὺς ἠπείλει ἔχων εἰς τὸν Θεὸν τὸ θάρρος του· ἔπειτα βλέπων ὅτι ἦσαν ἀναίσχυντοι καὶ τοῦ ἔδιδον περισσοτέραν ἐνόχλησιν, ἔκλεισεν ὅλας τὰς πύλας τοῦ ναοῦ καὶ τὰ παράθυρα, διὰ νὰ δείξῃ ὅτι δὲν τοὺς φοβεῖται, μόνον μίαν θυρίδα ἀφῆκε, διὰ νὰ ὁμιλῇ μὲ ἐκείνους, οἵτινες θὰ ἤρχοντο νὰ τὸν ἴδωσι καὶ νὰ λαμβάνῃ καὶ ὀλίγην τροφὴν τοῦ σώματος. Οὕτω λοιπὸν μὲ νηστείας καὶ προσευχὰς ἐνίκησε τὸν πειράζοντα, καταργήσας ὅλας τὰς μηχανουργίας αὐτοῦ μὲ τοῦ Ἐσταυρωμένου τὴν δύναμιν καὶ ἔμεινεν ὁ τόπος ἐκεῖνος ὅλος εἰς τὸ ἑξῆς ἀπείρακτος καὶ δὲν ἔβλαπτον πλέον οἱ δαίμονες ὡς ἔπρατον πρότερον· ὅθεν ἠκούσθη ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου πανταχοῦ καὶ συνήγοντο ἄπειρα πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν νὰ τὸν βλέπωσι καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν θαυμάζοντες, ὅτι ἐκεῖ ὅπου οἱ δαίμονες, κατῴκουν τὸ πρότερον ἐλατρεύετο ὁ Δεσπότης Χριστὸς εἰς τὸ ὕστερον. Ὁ δὲ φθονερὸς καὶ μισάνθρωπος, ὅταν εἶδε τὴν ὠφέλειαν τοῦ λαοῦ, ἠγριώθη καὶ μὴ δυνάμενος νὰ διώξῃ αὐτὸς τὸν Ὅσιον, ἔσπειρε ζιζάνια καὶ κακοὺς λογισμοὺς εἰς τοὺς ἐξουσιάζοντας τὸν ναὸν καὶ τὰ περίχωρα, νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸν τόπον των.
Ἐπῆγαν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι εἰς τὸν Ἐπίσκοπον τοῦ Βυζαντίου, παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ διώξῃ τὸν Ὅσιον. Ἀλλ’ ὁ Ἀρχιερεὺς (ὅστις ἦτο ὁ Ἀνατόλιος), ὡς φρόνιμος καὶ ἐνάρετος, δὲν τοὺς ἤκουσεν, ἀλλ’ ἔστειλεν ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς νὰ τὸν φέρωσι, διὰ νὰ γνωρίσῃ τὴν γνώμην του· ἐρωτήσας δὲ αὐτὸν τίς ἦτο καὶ διατί ἦλθεν εἰς ἐκεῖνα τὰ ὅρια, ἀπεκρίθη ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἀπέστειλε. Τότε ὁ Ἐπίσκοπος, ταῦτα ἀκούσας, ἐτίμησε τὸν Ἅγιον καθὼς ἔπρεπεν, εὐφρανθεὶς εἰς τὰ θεῖά του λόγια. Μετὰ καιρὸν ἠσθένησεν ὁ ἄνωθεν Ἀνατόλιος καὶ προσκαλεσάμενος πάλιν τὸν Ὅσιον, παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ ποιήσῃ δέησιν πρὸς τὸν Θεὸν δι’ αὐτόν.