Ὁ δὲ πανοῦργος Βασιλίσκος ἔγραψε πρὸς τὸν Ὅσιον ἀπολογούμενος, ὅτι ὁ Πατριάρχης ἦτο αἴτιος τῆς ταραχῆς, διότι διέστρεφε τὸν στρατὸν καὶ ἐγένετο πρόσκομμα· ὁ δὲ Ὅσιος ὡς διακριτικὸς καὶ σοφώτατος ἐγνώρισε τὴν κακουργίαν τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ ἀνταπήντησεν ἐλέγχων αὐτὸν δριμύτατα καὶ προλέγων ὅτι ὁ Θεὸς θέλει τοῦ ἀφαιρέσει τὸ βασίλειον καὶ ἄλλα παρόμοια. Τότε ὁ Πατριάρχης ἔστειλε τοὺς προκρίτους Ἀρχιερεῖς πρὸς τὸν Ὅσιον, νὰ τὸν παρακαλέσουν ὅπως καταβῇ ἀπὸ τὸν στῦλον διὰ τὸν Κύριον καὶ νὰ βοηθήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν, διότι ἄλλην ἐλπίδα δὲν εἶχον. Ἀπελθόντες λοιπὸν παρεκάλεσαν τὸν Ἅγιον, ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἐδέχθη νὰ καταβῇ. Ὅθεν ἔστειλε πάλιν ἐκ δευτέρου τοὺς Ἐπισκόπους, προστάσσων αὐτοὺς νὰ κλαύσουν τόσον εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, ἕως νὰ τοὺς λυπηθῇ, νὰ καταβῇ. Ἔλεγον λοιπὸν πρὸς τὸν Ὅσιον ταῦτα· «Μιμήσου, Ἅγιε, τὸν Διδάσκαλον, ὅστις ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη διὰ τὴν σωτηρίαν μας. Τί ἄπρεπον εἶναι λοιπόν, νὰ καταβῇς καὶ σὺ ἀπὸ τὸν στῦλον ὀλίγον, διὰ νὰ σώσῃς τὴν κινδυνεύουσαν Ἐκκλησίαν, διὰ τὴν ὁποίαν αὐτὸς ὁ Δεσπότης Χριστὸς τὸ πολύτιμον Αὐτοῦ καὶ Πανάγιον Αἷμα ἐξέχεεν;».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ὅμοια ἔλεγον οἱ Ἐπίσκοποι, κλαίοντες κάτωθεν τοῦ στύλου γονυπετεῖς προσευχόμενοι. Ὁ δὲ Ὅσιος πρῶτον μὲν ἐβαρύνθη καὶ ἐσκανδαλίσθη· ἔπειτα βλέπων αὐτοὺς ὅτι ἐπληθύνοντο τὰ δάκρυα, τοὺς ἐλυπήθη ὡς συμπαθέστατος καὶ μὴ γνωρίζων ποῖον ἐκ τῶν δύο νὰ ποιήσῃ, ἐδεήθη εἰς τὸν Θεόν, νὰ τοῦ φανερώσῃ πῶς νὰ πράξῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην. Προσευχόμενος λοιπὸν περὶ τούτου, ἤκουσε φωνὴν οὐρανόθεν, ἥτις εἶπε πρὸς αὐτὸν νὰ καταβῇ καὶ πάλιν νὰ ἐπιστρέψῃ. Λαβόντες λοιπὸν τὸν Ὅσιον οἱ Ἐπίσκοποι ἀπῆλθον εἰς τὸν Πατριάρχην ἀγαλλιώμενοι. Ἀδύνατον δὲ εἶναι νὰ γράψωμεν ἐπαρκῶς πόσην τιμὴν τοῦ ἔκαμαν οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ μὲ πόσην εὐφροσύνην τὸν ὑπεδέχθησαν. Εὐθὺς τότε ὁ τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης ἐπολέμησε τὸν ἀντίπαλον ἐλέγχων αὐτὸν καὶ ὀνομάζων νέον Διοκλητιανόν, ἠπείλει δὲ αὐτὸν μὲ τιμωρίας τοῦ τε παρόντος αἰῶνος καὶ τοῦ μέλλοντος.
Ὁ δὲ βασιλεύς, νενικημένος ἀπὸ τὸν Ὅσιον, ἐμάκρυνεν ἀπὸ τὴν Πόλιν παραγγέλλων πρὸς αὐτόν· «Ἰδοὺ σοὶ χαρίζω τὴν Πόλιν καὶ τοὺς πολίτας αὐτῆς καὶ κάμε ὡς βούλεσαι». Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν ἐδέχθη τοῦτο, ἀλλ’ ἔτρεχεν ὀπίσω αὐτοῦ, διὰ νὰ τὸν ἐλέγξῃ καὶ κατὰ πρόσωπον· ἐπειδὴ δὲ οἱ πόδες του ἦσαν ἠσθενημένοι ἀπὸ τὴν ἄσκησιν καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ περιπατῇ, τὸν ἐσήκωνον οἱ ἄνθρωποι καὶ βαδίζοντες συνήντησαν καθ’ ὁδὸν λεπρόν τινα, ὅστις ἐφώναξε λέγων· «Ἐλέησόν με, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, καὶ θεράπευσόν με τὸν ταλαίπωρον».