βλέπουσα δὲ ὅτι οἱ πόδες του ἦσαν πληγωμένοι ἀπὸ τὴν ἄσκησιν, ἐθαύμασε τὴν ὑπομονήν του καὶ ἔδωκε τεμάχιον ράμματος διὰ νὰ τυλίξουν τοὺς πόδας του, ἔπειτα δὲ νὰ τὸ λάβῃ δι’ εὐλάβειαν. Ὁ δὲ Ὅσιος δὲν ἐδέχετο, τὸν παρεκάλεσεν ὅμως ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὑπήκουσεν. Ὅθεν ὄχι μόνον ἔδεσε τοὺς πόδας του μὲ τὸ ράμμα καὶ τῆς τὸ ἔδωκεν, ἀλλὰ καὶ τῆς προεφήτευσεν οὕτω λέγων· «Ἕνα υἱὸν θέλεις γεννήσει καὶ ὀνόμασον αὐτὸν Ζήνωνα», οὕτω δὲ κατὰ τὴν πρόρρησιν ἐγένετο.
Ταῦτα βλέπων ὁ βασιλεὺς καὶ φοβηθεὶς ὅτι θέλουν ἐπαληθεύσει καὶ εἰς αὐτὸν ὅσα δεινὰ τοῦ προανήγγειλεν ὁ Ὅσιος ἔστειλεν ἀνθρώπους καὶ τὸν ἐκάλεσε νὰ ὑπάγῃ πρὸς ἐπίσκεψίν του, ἀλλ’ ὁ Ἅγιος δὲν ἐδέχετο. Τότε τὸν ἐκάλεσε καὶ πάλιν ὁ βασιλεὺς μὲ περισσοτέραν ταπείνωσιν, ἀλλὰ καὶ πάλιν ἀπέτυχεν· ἐπειδὴ δὲ ἐπανέλαβε τοῦτο πολλάκις καὶ ὁ Ἅγιος δὲν ἤρχετο πρὸς αὐτόν, ἀπῆλθεν ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς μόνος του πρὸς τὸν Ἅγιον μὲ σχῆμα δούλου καὶ προσκυνήσας αὐτὸν ἐζήτει συγχώρησιν. Ὁ δὲ Ἅγιος, γνωρίσας ὡς προορατικὸς τὸ ἀπόκρυφον, δὲν τὸν ἐδέχθη, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλέγξας αὐτὸν διὰ τὴν παρανομίαν καὶ κακοδοξίαν του τὸν ἀπέπεμψε. Πρὸς δὲ τοὺς παρόντας ἐφανέρωσε τὴν πονηρὰν αὐτοῦ γνώμην εἰπών· «Πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι ἡ ταπείνωσις, τὴν ὁποίαν ἔδειξεν ὁ Βασιλίσκος, ἦτο ὑπόκρισις καὶ πονηρία, μὲ τὴν ὁποίαν ἤθελε νὰ καλύψῃ τὴν ἀγριότητα τῆς ψυχῆς του· γρήγορα ὅμως θέλετε ἴδει ὅτι θὰ εὕρῃ ἡ θεία δίκη τὸν ἄδικον». Οὕτω λοιπὸν ὁ μακάριος τοσαῦτα θαυματουργήσας καὶ νικητὴς ἀναδειχθεὶς εἰς τὸν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας πόλεμον καὶ προφητεύσας τὰ μέλλοντα, ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὸν στῦλόν του, τὸν ἀσκητικὸν ἀγωνιζόμενος ἀγῶνά του. Εἰς ὀλίγας δὲ ἡμέρας ἐξεδίωξαν τὸν Βασιλίσκον ἀπὸ τὸ βασίλειον, καθὼς ὁ Ἅγιος προεφήτευσε, καὶ ἐκάθησε πάλιν ὁ Ζήνων εἰς τὸν θρόνον του. Ὅθεν βλέπων ἀληθινὰς ὅλας τὰς προρρήσεις τοῦ Ἁγίου, τὸν ηὐλαβεῖτο περισσότερον καὶ ἐπῆγε μὲ τὴν βασίλισσαν διὰ νὰ τοῦ ἀποδώσουν τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν. Ἀλλὰ πρὸ τοῦ νὰ τελειώσωμεν τὴν διήγησιν, ἄς γράψωμεν ἀκόμη δύο ἢ τρία θαυμάσια, διὰ νὰ μὴ ὑστερήσωμεν τοὺς εὐλαβεῖς ἀπὸ τῆς ψυχικῆς ταύτης ὠφελείας καὶ ἀπολαύσεως.
Χρυσοχόος τις εἶχε παιδίον ἐτῶν ἑπτά, τὸ ὁποῖον δὲν ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ ὄρθιον, ἐσύρετο δὲ μόνον μὲ τὴν κοιλίαν ὡς ἑρπετόν. Τοῦτο οἱ γονεῖς λαβόντες ἐπῆγαν εἰς τὸν στῦλον καὶ μετὰ δακρύων ἐδέοντο νὰ τοὺς ἐλεήσῃ ὁ Ἅγιος, ὅστις εἶπε πρὸς αὐτοὺς νὰ τὸ βάλωσιν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Συμεὼν καὶ νὰ ἐγγίσουν εἰς αὐτὸ τὸ ἅγιον Λείψανον καὶ οὕτως ἐποίησαν.