Λόγος Α’. Εἰς τὴν Θείαν ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκ τοῦ Θησαυροῦ τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄνευ τοῦ προοιμίου, ἐλαφρῶς διορθωθεὶς κατὰ τὴν φράσιν.

Εἰς τῆς Σαμαρείας τὸ ὄρος δὲν μετεμορφώθη, διότι ὁ Ἰακώβ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰσαάκ, ἀναχωρῶν ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του τὸν Ἠσαῦ διὰ τὴν εὐλογίαν ὅπου ἔλαβε διὰ δόλου, μετέβη εἰς τὴν Συρίαν εἰς τὸν θεῖόν του τὸν Λάβαν, ἀδελφὸν τῆς μητρός του Ρεβέκκας· ἐκεῖ ὑπηρέτησεν ἑπτὰ ἔτη διὰ νὰ λάβῃ τὴν Ραχήλ· ὁ δὲ Λάβαν τοῦ ἔδωκε τὴν Λείαν τὴν μεγαλυτέραν· ὅθεν ὑπηρέτησεν ἄλλα ἑπτὰ ἔτη καὶ τοῦ ἔδωκε καὶ τὴν Ραχήλ. Ἀφοῦ τὰς ἔλαβε, παρέμεινεν ἐπὶ ἓξ εἰσέτι ἔτη εἰς τὸν οἶκον τοῦ πενθεροῦ του, ζητῶν τὸν κατάλληλον καιρὸν διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός του, ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωνε. Μίαν ἡμέραν, ὅταν ἀπουσίαζεν ὁ Λάβαν διὰ νὰ κουρεύσῃ τὰ πρόβατά του, ἐγερθεὶς ὁ Ἰακὼβ ἔλαβε τὰς δύο γυναῖκάς του καὶ τὰ ἕνδεκα παιδιά του, διότι τὸν Βενιαμὶν δὲν τὸν εἶχε γεννήσει, καὶ φεύγει ἀπὸ τὴν Συρίαν διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Παλαιστίνην, τὴν πατρίδα του.

Τότε ἡ Ραχήλ, ἡ μικροτέρα του γυνή, ἔκλεψε τὰ εἴδωλα τοῦ πατρός της Λάβαν, ὅστις ἦτο εἰδωλολάτρης καὶ ἐπροσκύνει τὰ εἴδωλα, καὶ τὰ ἔκρυψεν εἰς τὰ ἱμάτιά της καὶ ἀνεχώρησαν. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἐπιστρέψας ὁ Λάβαν εἰς τὸν οἶκόν του καὶ μὴ εὑρὼν τὸν γαμβρόν του, παρευθὺς ἱππεύσας ἔτρεξε νὰ τὸν φθάσῃ· μετὰ δὲ ἑπτὰ ἡμέρας τὸν ἔφθασε καὶ πολὺ παρωργισμένος ἐναντίον τοῦ γαμβροῦ του Ἰακώβ, τοῦ λέγει· «Διατί ἔφυγες ὡς κλέπτης ἀπὸ τὸν οἶκόν μου, καὶ δὲν ἐπερίμενες νὰ σὲ κατευοδώσω, νὰ σὲ ἀποχαιρετήσω, καὶ νὰ φιλήσω τὰ παιδιά μου, ἀλλὰ ἔκλεψες καὶ τοὺς θεούς μου καὶ ἔφυγες;». Ὁ δὲ Ἰακὼβ τοῦ λέγει· «Ἀνάγκην εἶχον καὶ ἀνεχώρησα, χωρὶς νὰ σὲ ἐρωτήσω, ἀλλὰ τοὺς θεούς σου ἐγὼ δὲν τοὺς ἔλαβον». Τοῦτο δὲ εἶπεν, διότι δὲν ἐγνώριζεν ὁ Ἰακὼβ ὅτι τοὺς εἶχε λάβει ἡ γυνή του. Ὁ δὲ πενθερὸς τοῦ λέγει· «Νὰ ἐρευνήσω τὰ ἱμάτιά σου, καὶ ἂν δὲν τοὺς εὕρω, δὲν θὰ σοῦ εἴπω τίποτε». Ὅταν ὁ Λάβαν ἤρχισε νὰ ἐρευνᾷ διὰ τὰ εἴδωλα, ἡ Ραχὴλ τὰ ἔβαλεν ὑποκάτω εἰς ἕνα σαμάρι καμήλας, κατόπιν ἐκάθισε καὶ αὐτὴ ἐπάνω, ὅταν δὲ εἶδε τὸν πατέρα της τοῦ λέγει· «Συγχώρησόν με, πάτερ μου, διότι δὲν σὲ ὑπεδέχθην, ἐπειδὴ εἶμαι ταύτην τὴν ὥραν ἀσθενὴς καὶ δὲν δύναμαι νὰ κατέλθω καὶ νὰ σὲ χαιρετήσω». Τοιουτοτρόπως ὁ Λάβαν δὲν ἠδυνήθη νὰ τὰ ἀνεύρῃ. Ὁ δὲ Ἰακὼβ τοῦ λέγει· «Ἐπειδὴ μὲ ἐσυκοφάντησες καὶ μὲ ἔκαμες κλέπτην, κάμε ὅρκον ὅτι πλέον δὲν θὰ συναντηθῶμεν οἱ δύο μας».