Οἱ δὲ μιαροὶ Ἰουδαῖοι, ὡς φθονεροὶ καὶ ἐπίβουλοι, τὸν ἐφθόνουν πάντοτε, ὄχι μόνην διὰ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἔκαμνε καὶ τὸν κατηγόρουν, ὅτι ἐπειδὴ τὰ ἔκαμε Σάββατον ἦτο ὡς ἐκ τούτου παραβάτης τοῦ νόμου· ἐπειδὴ λοιπὸν τοιουτοτρόπως τὸν κατηγόρουν, δι’ αὐτὸ ἔφερε τοὺς δύο αὐτοὺς Προφήτας νὰ τὸν προσκυνήσωσι, διὰ νὰ γνωρίσουν ὅτι δὲν εἶναι παραβάτης, ἀλλὰ μάλιστα ποιητὴς τοῦ νόμου· καὶ τὸν μὲν Μωϋσῆν ἔλαβε διότι ἦτο νομοθέτης τῶν Ἑβραίων· τὸν δὲ Ἠλίαν, διότι οὗτος ἐκοπίασε πολὺ διὰ τὸν νόμον· ἀπ’ αὐτοῦ δὲ νὰ ἐννοήσωσιν ὅτι, ἂν ἦτο ὁ Χριστὸς παραβάτης, δὲν θὰ τὸν ἐπροσκύνουν οἱ δύο οὗτοι Προφῆται. Εἶναι ὅμως καὶ ἄλλη αἰτία. Οἱ ἄνθρωποι, ἄλλοι μὲν τὸν ὠνόμαζον Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ Μωϋσῆν καὶ ἄλλοι Ἰωάννην. Διὰ τοῦτο φέρει αὐτοὺς τοὺς ἰδίους, διὰ νὰ ἐννοήσωσιν, ὅτι δὲν εἶναι ὁ Μωϋσῆς, οὐδὲ ὁ Ἠλίας, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ποιητὴς καὶ Θεὸς αὐτῶν.
Ἰδοὺ τώρα καὶ τὸ ἑνδέκατον ζήτημα αὐτὸ δὲ εἶναι διατὶ δὲν παρέστησαν ἄλλοι Προφῆται, ἀλλὰ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας. Καὶ λέγομεν εἰς αὐτό. Ἡ Βίβλος τοῦ Μωϋσέως, ἥτις ὀνομάζεται τῆς Ἐξόδου, γράφει ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ἴδῃ τὸ πρόσωπόν του, ὁ δὲ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Δὲν δύνασαι τώρα νὰ μὲ ἴδῃς, ἀλλ’ ἐγὼ θέλω ὑπάγει πρότερόν σου καὶ θέλω σὲ βάλει εἰς μίαν πέτραν καὶ θέλεις ἰδεῖ μόνον τὰ ὀπίσθιά μου, ἀλλὰ τὸ πρόσωπόν μου δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ ἴδῃς». Ἐπειδὴ λοιπὸν τοῦ τὸ ὑπεσχέθη, διὰ τοῦτο τὸν ἔφερε. Ὁμοίως ὑπεσχέθη καὶ εἰς τὸν Ἠλίαν τὴν δωρεὰν αὐτήν, ὡς γράφει ἡ Βίβλος τῶν Βασιλειῶν. Ὅθεν ἐπειδὴ ὑπεσχέθη τοῦτο εἰς αὐτούς, διὰ τοῦτο καὶ τοὺς ἔφερεν. Ἐκτὸς ὅμως τούτου, ὁ Χριστός, ὡς προεῖπον, παρήγγειλεν εἰς τοὺς Μαθητάς του λέγων· «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἤτοι ὅστις θέλει νὰ ἔλθῃ μαζί μου, ἂς ἀφήσῃ τὰς κακίας του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ.
Διὰ νὰ δείξῃ δὲ ὁ Κύριος εἰς ποίαν δόξαν θέλουν ἀξιωθῆ ὅσοι τὸν ἀκολουθήσουν, διὰ τοῦτο παρέστησε τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἠλίαν, διότι ἀμφότεροι πολλοὺς κινδύνους ὑπέμειναν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου καὶ διὰ τὴν τήρησιν τοῦ Νόμου, ὁ μὲν Μωϋσῆς ὅταν ἤλεγχε τὸν Φαραώ, ὁ δὲ Ἠλίας ὅταν ἤλεγχε τὸν Ἀχαάβ. Ὅθεν διὰ τοῦτο ἔφθασαν καὶ εἰς τοιαύτην τιμήν. Ἔτι δὲ καὶ διότι πάντοτε ἔλεγεν ὁ Κύριος εἰς τοὺς Μαθητάς του, νὰ μὴ ἔχωσι τίποτε ἰδικόν τους· διὰ τοῦτο ὅθεν ἔφερε τοὺς δύο τούτους ἀκτήμονας, οἵτινες οὐδεμίαν εἶχον περιουσίαν, διὰ νὰ δείξῃ πόσον θέλουσι τιμηθῆ καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ἐὰν γίνωσι καὶ αὐτοὶ ἀκτήμονες.