Τὴν τοιαύτην ταπεινὴν πλὴν θερμὴν καὶ ὁλόψυχον παράκλησιν ἐτέλει ἐπὶ ἡμέρας ἑπτά, χωρὶς νὰ κινηθῇ ἀπὸ τὸν τάφον, οὔτε νὰ φάγῃ οὔτε νὰ πίῃ ἢ νὰ ὑπνώσῃ. Τὴν δὲ ὀγδόην ἀπῆλθεν εἰς τὸ παλάτιον καὶ διεμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχοὺς τὸν πλοῦτον τοῦ πατρός του, ὥστε δὲν ἔμεινεν οὐδεὶς πτωχὸς εἰς ὅλας τὰς Ἰνδίας.
Ὁ Ἰωάσαφ ἀπαρνεῖται πάντα πρόσκαιρον πλοῦτον καὶ πᾶσαν ἐπίγειον δόξαν.
ΑΦΟΥ ὁ Ἰωάσαφ ἐτέλεσε τὴν θεάρεστον ταύτην διακονίαν, εἰς τὰς τεσσαράκοντα ἡμέρας, τελέσας τὸ μνημόσυνον τοῦ πατρός του, ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ἄρχοντας καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· «Εἴδετε ὅτι ὁ βασιλεὺς Ἀβεννὴρ ἀπέθανεν ὡς πένης καὶ ἄπορος καὶ ὅτι οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ βασιλεία, οὔτε ἐγὼ ὁ φιλοπάτωρ υἱὸς, οὔτε ἄλλος τις ἐκ τῶν συγγενῶν καὶ φίλων του ἠδυνήθησαν νὰ τὸν βοηθήσουν, ἀλλὰ μετέβη εἰς τὸ ἐκεῖθεν κριτήριον, ἵνα δώσῃ λόγον διὰ τὰς πράξεις του. Αὐτὸ θὰ γίνῃ δι’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι γνωρίζετε τὸν τρόπον τοῦ βίου μου καὶ ὅτι ἀφοῦ ἐγνώρισα τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἠξιώθην νὰ γίνω δοῦλος Ἐκείνου, ἐμίσησα τὰ τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν ἐκοπίασα ματαίως, διότι μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνον καὶ σᾶς ἐχειραγώγησα εἰς τὴν ἀληθῆ Πίστιν, καὶ τοῦτο δὲν κατώρθωσα ἐγώ, ἀλλ’ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ ἐν ἐμοὶ κατοικήσασα. Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ μεταβῶ ἐκεῖ ὅπου θέλει μὲ ὁδηγήσει ὁ Κύριος, καθὼς ὑπεσχέθην καὶ συλλογισθῆτε ποῖον θὰ κρίνετε ὡς βασιλέα σας, διότι καλῶς ἤδη γιγνώσκετε τὸ θεῖον θέλημα καὶ τὰ δεσποτικὰ προστάγματα, τὰ ὁποῖα φυλάττετε ἀκριβῶς, ἐὰν ποθῆτε τὴν σωτηρίαν σας».
Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ ἄρχοντες ἤρχισαν ὀδυρόμενοι διὰ τὴν τοῦ Ἰωάσαφ στέρησιν καὶ τὴν ὀρφανίαν των. Ὁ δὲ βασιλεύς, ἰδὼν ὅτι ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι ἐταράχθησαν, ἐπρόσταξε νὰ σιωπήσωσι, ὑποσχεθεὶς νὰ μείνῃ ἀκόμη ὀλίγον καιρὸν μετ’ αὐτῶν. Εὐθὺς δὲ προσεκάλεσεν ἕνα ἄρχοντα, Βαραχίαν καλούμενον, τὸν ὁποῖον ἐθαύμαζε διὰ τὴν εὐσέβειαν, αὐτὸν ὅστις εἰς τὴν συνδιάλεξιν τοῦ Ναχὼρ ἐβοήθησε τοὺς Χριστιανούς, θείῳ ζήλῳ κινούμενος. Καὶ παρεκάλεσε νὰ ἀναλάβῃ τὸ ἀξίωμα νὰ ποιμαίνῃ τὸν λαὸν ἐν φόβῳ Θεοῦ, ἵνα αὐτὸς ἀναχωρήσῃ εἰς τὴν ἔρημον. Ἀλλ’ ὁ Βαραχίας δὲν ἔστερξε φοβούμενος τὰς εὐθύνας τοῦ μεγάλου τούτου ἀξιώματος. Ἰδὼν τότε ὁ ταπεινὸς βασιλεὺς Ἰωάσαφ ὅτι ὁ Βαραχίας δὲν ἤθελε νὰ δεχθῇ τὴν βασιλείαν, ἔγραψεν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν λαόν, ἥτις ἦτο πλήρης σοφίας καὶ πνεύματος Ἁγίου, παρήγγειλε δὲ μετὰ θέρμης καὶ παρακλήσεως, ὅπως φυλάττωσι πάντες ἀπαρασάλευτον τὴν πρὸς τὸν Θεὸν πίστιν, τίνι τρόπῳ νὰ πορεύωνται εἰς τὸν βίον καὶ τίνας εὐχαριστίας καὶ προσευχὰς νὰ ἀναμέλπωσι, συμβουλεύων νὰ μὴ ἐκλέξωσιν ἄλλον βασιλέα, ἀλλὰ τὸν Βαραχίαν. Ἀφοῦ δὲ ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴν ταύτην ἀνεχώρησεν.