Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου ΙΩΑΣΑΦ, βασιλέως τῶν Ἰνδιῶν, υἱοῦ τοῦ βασιλέως Ἀβεννήρ.

Ὁ Ἀβεννὴρ παραχωρεῖ τὸ ἥμισυ τοῦ βασιλείου του εἰς τὸν Ἰωάσαφ.

ΟΔΕ ΑΒΒΕΝΗΡ, ἔχων θλῖψιν εἰς τὴν ψυχήν, συνῄθροισε πάλιν τὴν Σύγκλητον, ἐρωτῶν τὶ νὰ πράξῃ διὰ τὸν υἱόν του. Ὁ δὲ Ἀραχῆς ἀπεκρίθη· «Ὅσα ἔπρεπε νὰ πράξωμεν, ὦ βασιλεῦ, διὰ νὰ τὸν ἐπιστρέψωμεν, τὰ ἐπράξαμεν. Ἀλλ’ ἐπιχειροῦμεν ἀνωφελῆ πράγματα, διότι ἔχει ἐκ φύσεως τὴν φιλονεικίαν. Ἐὰν δὲ τὸν τιμωρήσῃς, γίνεσαι ἐχθρὸς τοῦ σοῦ αἵματος, καὶ θὰ σὲ μισήσουν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἄσπλαγχνον καὶ παιδοκτόνον, διότι ὁ υἱός σου προτιμᾷ νὰ ἀποθάνῃ, ἀντὶ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Διαμοίρασον λοιπὸν εἰς δύο τὴν βασιλείαν σου, καὶ δὸς εἰς αὐτὸν τὸ ἕν μέρος, μήπως ἡ δόξα τοῦ κόσμου καὶ τῶν βιοτικῶν φροντίδων ἡ μέριμνα φέρουν αὐτὸν εἰς τὸν σκοπόν μας. Διότι αἱ συνήθειαι εὐκολώτερον μεταβάλλονται μὲ τὴν καλωσύνην παρὰ μὲ τὴν βίαν. Ἐὰν δὲ καὶ τότε δὲν ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν θρησκείαν μας, θὰ ἔχῃς τὴν παρηγορίαν ὅτι δὲν κατέστρεψες τὸ τέκνον σου». Αὐτὴν τὴν βουλὴν ἐπῄνεσεν ὅλη ἡ Σύγκλητος, ὁ δὲ βασιλεὺς ἀπεδέχθη ταύτην προθύμως.

Προσκαλέσας τότε ὁ Ἀβεννὴρ τὸν υἱόν του εἶπεν εἰς αὐτόν· «Οὗτος εἶναι ὁ ὕστερος λόγος μου, εἰς τὸν ὁποῖον, ἐὰν δὲν ὑπακούσῃς, γνώριζε, ὅτι πλέον δὲν θέλω σὲ λυπηθῆ, οὔτε θέλω σὲ ὑπολογίζει ὡς τέκνον μου, ἐπειδὴ εἰς ὅλα μου τὰ θελήματα σὲ εὗρον παρήκοον. Λάβε τὸ ἥμισυ τοῦ βασιλείου μου, καὶ ἂς εἶσαι εἰς τὴν μερίδα σου βασιλεύς, διάγων ὡς βούλεσαι. Ὁ δὲ Ἰωάσαφ ἐγνώρισε μέν, ὅτι καὶ τοῦτο ἐμηχανεύθη ὁ βασιλεύς, διὰ νὰ τὸν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὴν εὐσέβειαν, ὅμως ἔκρινε δίκαιον καὶ συμφέρον νὰ ὑπακούσῃ κατὰ τὸ παρὸν εἰς τοῦτο καὶ μόνον διὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὰς χεῖράς του καὶ νὰ ὠφελήσῃ καὶ τὴν διωκομένην Ἐκκλησίαν. Ὅθεν εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ἐγὼ μέν, ὦ πάτερ, ἐπόθουν νὰ ἀπαρνηθῶ τὸν κόσμον, καὶ ὅλα τὰ τῆς σαρκὸς θελήματα· νὰ ὑπάγω νὰ εὕρω ἐκεῖνον τὸν θεῖον ἄνθρωπον, ὅστις μὲ ἐδίδαξε τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας καὶ νὰ τελειώσω μετ’ αὐτοῦ τὸν ὑπόλοιπον βίον μου. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μὲ ἀφήνεις, πείθομαι εἰς τοῦτο καὶ σὲ ὑπακούω, διότι εἰς ὅσα δὲν ἀκολουθεῖ φανερὰ ἀπώλεια καὶ ἀπὸ Θεοῦ ἀποξένωσις πρέπον εἶναι νὰ ὑπακούῃ τις εἰς τὸν πατέρα του». Ἐχάρη τότε ὁ Ἀβεννὴρ καὶ τὸν ὠνόμασε βασιλέα, ἐνδύσας αὐτὸν μὲ λαμπροτάτην στολήν. Ἀκολούθως μὲ μεγαλοπρεπῆ συνοδείαν αὐλικῶν ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τοὺς τόπους, τοὺς ὁποίους παρεχώρησεν εἰς αὐτόν, ἐπιτρέψας τὴν ἀναχώρησιν παντὸς ἄρχοντος, ὅστις θὰ ἤθελε νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν νέον βασιλέα Ἰωάσαφ.