Ὁ μάντις Θευδᾶς.
ΚΑΤ’ ΕΚΕΙΝΑΣ τὰς ἡμέρας ἔτυχε πανήγυρις τῶν ψευδωνύμων, θεῶν, οἱ δὲ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ἐφοβοῦντο μήπως δὲν προσέλθουν ὁ Ἀβεννὴρ καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ στερηθῶσι τῶν βασιλικῶν φιλοδωρημάτων. Μετέβησαν ὅθεν εἰς ἕν ἐρημικὸν σπήλαιον, ὅπου κατῴκει εἷς μάντις ὀνόματι Θευδᾶς, ζηλωτὴς τῶν εἰδώλων, τὸν ὁποῖον πολὺ ἐξετίμα ὁ βασιλεύς. Ἐξιστόρησαν λοιπὸν εἰς αὐτὸν τὴν οἵαν περιφρόνησιν ἔδειξεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὰ εἴδωλα, ὅσα ὁ υἱός του ἐπετέλεσε καθὼς καὶ ὅσα συνέβησαν μὲ τὸν Ναχώρ. Τότε ὁ Θευδᾶς, ὁπλισθεὶς κατὰ τῆς ἀληθείας καὶ λαβὼν εἰς συνοδείαν του πολλὰ δαιμόνια μετέβη εἰς τὴν πόλιν. Ἐκεῖ συνήντησε τὸν βασιλέα, ὅστις τοῦ ἀνεκοίνωσεν ὅτι ἐνικήθη ἀπὸ τοὺς Γαλιλαίους. Ἐκεῖνος ἀκούσας, συνεβούλευσε τὸν βασιλέα νὰ μὴ φοβῆται, διότι αὐτὸς δὲ πρόκειται νὰ νικηθῇ ὑπ’ αὐτῶν καὶ παρώτρυνε νὰ παρασταθῇ καὶ ὁ Ἀβεννὴρ εἰς τὴν πανήγυριν τῶν ψευδῶν θεῶν. Τοῦτο καὶ ἐγένετο, θυσιασθέντων ὑπὸ τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀρχόντων ἑκατὸν εἴκοσι ταύρων.
Μετὰ ταῦτα ὁ βασιλεὺς διηγήθη εἰς τὸν Θευδᾶν τὰ ὅσα συνέβησαν μὲ τὸν ὑιόν του, παρακαλέσας τοῦτον νὰ σώσῃ τὸν Ἰωάσαφ ἀπὸ τὴν πλάνην, ὑποσχεθεὶς πλούσια δῶρα. Ὁ μάντις Θευδᾶς συνεβούλευσε τὸν βασιλέα νὰ εὕρῃ τὰς ὡραιοτέρας γυναῖκας καὶ νὰ τὰς κλείσῃ ἐντὸς τοῦ κοιτῶνος τοῦ υἱοῦ του, ἵνα παρασύρουν αὐτὸν εἰς τὴν τῆς σαρκὸς ἀπόλαυσιν, ὑποσχεθεὶς νὰ στείλῃ εἰς ἐνίσχυσιν τῶν γυναικῶν αὐτῶν τὰ τῆς πορνείας ψυχοφθόρα δαιμόνια. Τοῦτο ἀπεδέχθη ὁ βασιλεὺς καὶ ἐπρόσταξε καὶ ἔφεραν τὰς ὡραιοτέρας νέας, τὰς ὁποῖας ἐστόλισε μὲ λαμπρὰ κοσμήματα καὶ ὡραίας ἐσθῆτας. Παρήγγειλε δὲ εἰς αὐτάς, ἐάν τις ἐξ αὐτῶν δυνηθῇ νὰ παρασύρῃ τὸν υἱόν του πρὸς τὴν σαρκικὴν ἁμαρτίαν, θὰ τὴν ὑπάνδρευε μετ’ αὐτοῦ καὶ θὰ τὴν ἐνέκρινεν ὡς βασίλισσαν.
Δοκιμασία τοῦ Ἰωάσαφ.
ΛΑΒΟΥΣΑΙ αἱ γυναῖκες ἐκεῖναι τὴν ἐντολήν, μὲ μυρίους τρόπους καὶ σατανικὰ τεχνάσματα προσεπάθησαν νὰ ἀνάψουν τὴν κάμινον τῆς σαρκὸς εἰς τὸν Ἰωάσαφ, μάλιστα μία ὡραιοτάτη θυγάτηρ βασιλέως, τὸν ὁποῖον ὁ Ἀβεννὴρ εἶχε νικήσει εἰς πόλεμον, παρεκίνει ποικιλοτρόπως τὸν νέον, λέγουσα μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ὁ γάμος εἶναι Χριστιανικὴ ἐντολὴ καὶ εἰς τὰ βιβλία τῶν Χριστιανῶν γράφεται, ὅτι ὁ γάμος εἶναι τίμιος καὶ ἀμίαντος, ὑποσχομένη, ἐὰν συνεμίγνυτο μετ’ αὐτῆς, νὰ πεισθῇ εἰς τοὺς λόγους του καὶ νὰ ἀρνηθῇ τοὺς ψευδωνύμους θεούς, δεχομένη τὴν πίστιν τοῦ Ἰωάσαφ.