Ὁ Ἰωάσαφ πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν.
ΠΙΣΤΕΥΣΑΣ τότε ὁ Ἰωάσαφ ἀπεκρίθη· «Πιστεύω ὅσα μοῦ εἶπες, σοφώτατε, καὶ πᾶσαν εἰδωλολατρίαν, ἐμίσησα, διότι καὶ πρότερον εἰς αὐτὴν δὲν εἶχον ἐμπιστοσύνην. Τώρα δὲ ἐμίσησα ταῦτα τελείως, ἐπειδὴ ἐπληροφορήθην παρὰ σοῦ τὴν ματαιότητά των. Ποθῶ δὲ νὰ γίνω φίλος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν μὲ βδελυχθῇ τὸν ἀνάξιον, ἀλλὰ ὡς εὔσπλαγχνος συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας μου. Εἶμαι λοιπὸν ἕτοιμος νὰ βαπτισθῶ καὶ νὰ φυλάξω ὅσα μοῦ εἴπῃς, καὶ δίδαξόν με τί ἄλλο πρέπει νὰ πράξω μετὰ τὸ Βάπτισμα».
Τὸ καθήκοντα τοῦ Χριστιανοῦ.
ΤΟΤΕ ὁ γέρων Βαρλαὰμ ἀπήντησεν· «Ἡ πίστις χωρὶς τὰ ἔργα νεκρὰ λογίζεται· ἄπεχε λοιπὸν ἀπὸ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν τοῦ σώματος, πορνείαν, μοιχείαν, ἀσέλγειαν, μέθην, φόνον, λαιμαργίαν, καὶ τὰ τούτοις ὅμοια ἁμαρτήματα. Διότι, ὅσοι πράττουν αὐτά, δὲν κληρονομοῦσι Βασιλείαν οὐράνιον. Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ πνεύματος εἶναι ἀγάπη, πρᾳότης, ἐγκράτεια, ταπείνωσις, συντριβὴ καρδίας, ἐλεημοσύνη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ συμπάθεια. Αὐτὰ πρέπει νὰ φυλάττωμεν ἀκριβῶς, τὰ δὲ ἀντίθετα νὰ ἀποφεύγωμεν. Διότι ὅστις ὑποπέσῃ εἰς αὐτὰ μετὰ τὸ βάπτισμα γίνεται πάλιν δοῦλος τοῦ δαίμονος· καὶ δὲν δίδεται πλέον δεύτερον βάπτισμα. Ἐπειδή, ὅταν ὁ Κύριος ἀπέστειλε τοὺς Ἀποστόλους νὰ βαπτίζουν τὰ ἔθνη, ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς ἐντολὴν νὰ διδάσκωσι, νὰ φυλάττουν ὅλα του τὰ προστάγματα, ἤτοι νὰ εἴμεθα πτωχοὶ καὶ πρᾳεῖς, νὰ κλαίωμεν, νὰ πεινῶμεν καὶ νὰ διψῶμεν τὴν δικαιοσύνην, νὰ εἴμεθα ἐλεήμονες, καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, εἰρηνοποιοὶ πρὸς τὸν πλησίον, νὰ ὑπομένωμεν ὕβρεις καὶ διωγμοὺς καὶ νὰ μὴ ἀποδίδωμεν κακὸν ἀντὶ κακοῦ, ἀλλὰ μάλιστα νὰ προσευχώμεθα δι’ ἐκείνους οἵτινες μᾶς θλίβουσι, διὰ νὰ γίνωμεν υἱοὶ Θεοῦ, ὅστις ἀνατέλλει τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς δικαίους καὶ ἀδίκους».
«Προσέτι νὰ συγχωρῶμεν ἐκ καρδίας τοὺς πταίοντας, διὰ νὰ συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς καὶ τὰ ἰδικά μας ἐγκλήματα, καὶ νὰ μὴ θησαυρίζωμεν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ὅπου ὁ σκώληξ ἀφανίζει καὶ οἱ κλέπται κλέπτουσιν, ἀλλὰ εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν, ὅπου ἀεὶ καὶ πάντοτε οἱ θησαυροὶ διαμένουσι. Νὰ μὴ μεριμνῶμεν τί νὰ φάγωμεν, διότι αὐτὸς ὁ οὐράνιος Πατήρ, ὅστις τρέφει τὰ πτηνὰ καὶ στολίζει τὰ κρίνα τοσοῦτον ὡραῖα καὶ εὔμορφα, φροντίζει καὶ δι’ ἡμᾶς. Καὶ πάλιν εἶπεν ἀκόμη, ὅτι, ὅστις ἀγαπᾷ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του ὑπὲρ ἐμέ, δὲν εἷναι ἄξιος δι’ ἐμέ, καὶ ὅστις δὲν λαμβάνει τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἵνα μὲ ἀκολουθήσῃ, δὲν εἶναι ἄξιος ἐμοῦ. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ψυχοσωτήρια παραγγέλματα ἔδωσεν εἰς ἡμᾶς ὁ Δεσπότης, καὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ τὰ φυλάττωμεν, διὰ νὰ λάβωμεν εἰς τὴν Βασιλείαν αὐτοῦ τὸν ἄφθαρτον στέφανον».