«Κυνηγός τις συνέλαβεν ἀηδόνα, καὶ θέλων νὰ τὴν σφάξῃ, διὰ νὰ τὴν φάγῃ ἤκουσε φωνὴν θαυμασίαν τῆς ἀηδόνος, λέγουσαν εἰς αὐτόν· «Τί ὄφελος σοῦ δίδει ὁ θάνατός μου, ἄνθρωπε, ἀφοῦ δὲν θὰ χορτάσῃς ἀπὸ τὸ κρέας μου; Ἄφες με καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τρεῖς μεγάλας παραγγελίας, τὰς ὁποίας, ἐὰν φυλάξῃς, θὰ εὕρῃς πολλὴν ὠφέλειαν». Ὁ κυνηγὸς τότε, θαυμάσας τοὺς λόγους τῆς ἀηδόνος, ἔταξεν ὅτι, ἐὰν ἀκούσῃ πολύτιμον λόγον, θὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ ζήσῃ. Καὶ ἡ ἀηδὼν εἶπε· «Μὴ ἐπιχειρήσῃς ποτὲ νὰ πράξῃς τι τὸ ἀδύνατον· μὴ μεταμεληθῇς διὰ πρᾶξιν τὴν ὁποίαν ἐτέλεσες εἰς τὸ παρελθόν, καὶ ἄπιστον λόγον μὴ πιστεύσῃς». Τούτων τῶν λόγων τὴν γνῶσιν θαυμάσας ὁ κυνηγός, ἀπέλυσε τὴν ἀηδόν. Τότε ἐκείνη εἶπε πάλιν· «Ὦ τῆς ἀβουλίας σου, ἄνθρωπε! Πόσον θησαυρὸν ἐζημιώθης σήμερον. Ἐγὼ ἔχω εἰς τὰ σπλάγχνα μου ἕνα πολύτιμον μαργαριτάρι, μεγαλύτερον ἀπὸ ἓν ᾠὸν στρουθοκαμήλου». Ταῦτα ἀκούσας ὁ κυνηγὸς ἐλυπήθη διότι τὴν ἀπέλυσε, καὶ ἐδοκίμασε νὰ τὴν συλλάβῃ πάλιν. Καὶ ἐκείνη εἶπε· «Τώρα ἐννόησα ὅτι εἶσαι ἀνόητος, καὶ δὲν ἀπέκτησες ἀπὸ τοὺς λόγους μου οὐδεμίαν ὠφέλειαν. Ἐγὼ σοὶ εἶπον νὰ μὴ μεταμελῆσαι διὰ πρᾶξιν ποὺ ἔκαμες εἰς τὸ παρελθόν, καὶ οὐ λυπεῖσαι, διότι μὲ ἀπέλυσες. Εἶπόν σοι, νὰ μὴ ἐπιχειρήσῃς πρᾶγμα ἀδύνατον, καὶ σὺ δοκιμάζεις νὰ μὲ συλλάβῃς. Τρίτον σοῦ εἶπα, νὰ μὴ πιστεύσῃς λόγον ἄπιστον, καὶ σὺ πιστεύεις ὅτι ἔχω τοιοῦτον μαργαρίτην εἰς τὴν κοιλίαν μου!».
«Τοιαύτην ἀγνωσίαν ἔχουσιν ὅσοι πιστεύουν τὰ εἴδωλα. Διότι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι κατεσκεύασαν ταῦτα μὲ τὰς ἰδίας των χεῖρας καὶ προσκυνοῦσι τὰ ἔργα των, νομίζοντες ὡς πλαστουργοὺς καὶ εὐεργέτας των ἐκείνους τοὺς ὁποίους αὐτοὶ κλείουν εἰς τοὺς ναούς, δὲν νοοῦσι δὲ οἱ ἄφρονες, ὅτι, ἐὰν αὐτοὶ δὲν δύνανται νὰ βοηθήσωσιν ἑαυτούς, πῶς θὰ γίνωσιν ἄλλων ἀνθρώπων βοηθοὶ καὶ φύλακες; Ἡμεῖς δὲν ἔχομεν ἀπρέπειαν ἤ ἀνωμαλίαν εἰς τὴν Γραφήν μας, ἀλλὰ κηρύττομεν καὶ πιστεύομεν, ὅτι εἷς Θεὸς μόνον εἶναι ἐν Τριάδι Ἁγίᾳ ὑμνούμενος, ὅστις ἐδημιούργησεν ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα καὶ φωτίζει τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ἐναρέτους ἀνθρώπους, ἵνα γνωρίσωσιν Αὐτόν, καθὼς ἐφώτισε καὶ τὴν βασιλείαν σου. Αὐτὸς ὁ ἐλεήμων μὲ ἔστειλε νὰ σὲ διδάξω καὶ νὰ σὲ ὁδηγήσω πρὸς τὴν ἀλήθειαν. Ὅθεν, ἐὰν μὲν, πιστεύσῃς καὶ βαπτισθῇς, σῴζεσαι, ἐὰν δὲ ἀπιστήσῃς, θὰ κατακριθῇς. Καὶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα κατέχεις σήμερον καὶ διὰ τὰ ὁποῖα σεμνύνεσαι, ἤτοι ἡ δόξα, ὁ πλοῦτος, καὶ ἡ φαντασία τοῦ βίου τούτου εἰς καιρὸν ὀλίγον παρέρχονται καὶ πάντων τούτων στερεῖσαι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καταλείπεις καὶ θὰ κλεισθῇς εἰς τάφον σμικρότατον, ὅπου ἀντὶ τῆς εὐωδίας τῶν ἀρωμάτων θὰ αἰσθάνεται ἡ ψυχή σου δυσωδίαν ἀνέκφραστον εἰς τὴν καταδίκην τοῦ ᾅδου. Καὶ μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν θὰ διωχθῇς ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ, θὰ κατακρημνισθῇς εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ἂν δὲ ἀκούσῃς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκολουθήσῃς Αὐτόν, ἀπαρνούμενος τὰ πρόσκαιρα, θὰ ἀπολαύσῃς ἀντὶ τούτων τῶν φθαρτῶν τὰ ἄφθαρτα καὶ ἀεὶ διαμένοντα, θὰ ἀγάλλεσαι μὲ τοὺς Ἁγίους αὐτοῦ εἰς τὸν Παράδεισον».