Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου ΙΩΑΣΑΦ, βασιλέως τῶν Ἰνδιῶν, υἱοῦ τοῦ βασιλέως Ἀβεννήρ.

«Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος εἶδε τὴν ἀπανθρωπίαν τῶν δύο φίλων, ἔδραμε πρὸς τὸν τρίτον, τὸν ὁποῖον ποτὲ δεν ἐσπλαγχνίσθη, οὔτε εἰς χαράν του τινὰ τὸν ἐκάλεσε, καὶ λέγει εἰς αὐτὸν μὲ κατῃσχυμμένον πρόσωπον· «Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ ὁμιλήσω, ἐπειδὴ οὐδέποτε καλωσύνην τινὰ σοῦ ἔκαμα. Πλὴν σὲ παρακαλῶ, μὴ ἐνθυμηθῇς τὴν ἀφροσύνην μου, ἀλλὰ δός μοι εἰς ταύτην μου τὴν ἀνάγκην ὀλίγην βοήθειαν». Οὗτος τότε εἶπεν εἰς αὐτὸν μὲ ἱλαρὸν καὶ χαρούμενον πρόσωπον· «Ναί, φίλε μου γνήσιε, ἐνθυμοῦμαι τὴν μικρὰν καλωσύνην, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔκαμες, καὶ ὅσα σοῦ χρεωστῶ, θὰ σοῦ ἀνταποδώσω μὲ πολὺ κέρδος σήμερον. Καὶ μὴ φοβοῦ, διότι ἐγὼ θὰ παρακαλέσω εὐθὺς τὸν βασιλέα νὰ σοῦ χαρίσῃ ὅλον τὸ χρέος καὶ θέλει μοῦ εἰσακούσει, ὡς φίλος μου». Ταῦτα ἀκούσας ὁ χρεώστης κατενύχθη καὶ ἔλεγεν· «Οἴμοι! τὶ νὰ θρηνήσω πρῶτον ὁ ἀνόητος; Νὰ κατηγορήσω τὴν φιλίαν, τὴν ὁποίαν εἶχον πρὸς τοὺς ψευδεῖς καὶ ἀχαρίστους ἐκείνους ἢ νὰ κατακρίνω τὴν φρενοβλαβῆ ἀγνωμοσύνην, τὴν ὁποίαν ἔδειξα εἰς τοῦτον τὸν ἀληθῆ καὶ γνήσιον φίλον μου;».

Ὁ Ἰωάσαφ τότε, ἀφοῦ ἤκουσε τὴν παραβολὴν ταύτην, ἐζήτει ἀπὸ τὸν Ὅσιον γέροντα νὰ τοῦ ἐξηγήσῃ, τὴν ἔννοιαν. Ὁ δὲ γέρων ἀπεκρίθη· «Ὁ πρῶτος φίλος εἶναι ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν προσκαίρων πραγμάτων, διὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος πίπτει εἰς μυρίους κινδύνους καὶ ὅταν ἔλθῃ ὁ θάνατος δὲν λαμβάνει τίποτε ἐξ ὅλων ὅσα μὲ κόπους καὶ κινδύνους ἀπέκτησεν, εἰμὴ μόνον τὰ ἱμάτια μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἐνδύουσιν. Ὁ δεύτερος φίλος εἶναι ἡ γυνή, τὰ τέκνα καὶ οἱ λοιποὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι του, τοὺς ὁποίους ἀγαπᾷ πολύ, καὶ πονεῖ ἡ ψυχή του εἰς τὸν χωρισμόν των, ὅμως δὲν λαμβάνει ἐξ αὐτῶν, τὴν ὥραν τοῦ θανάτου, ἄλλην βοήθειαν εἰμὴ τὴν συνοδείαν των μέχρι τοῦ τάφου του, μετὰ τὴν ὁποίαν ἐπιστρέφοντες λησμονοῦν τὸν φίλον των. Τρίτος φίλος, ὁ καταφρονηθείς, εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ φιλανθρωπία καὶ αἱ λοιπαὶ ἀρεταί, αἵτινες μεταβαίνουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μεθ’ ἡμῶν μετὰ τὸν θάνατόν μας, καὶ παρακαλοῦσιν Αὐτὸν νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τοὺς δαίμονας».

Νυχθεὶς τότε τὴν καρδίαν ὁ Ἰωάσαφ εἶπεν· «Ὁ Θεὸς νὰ πληρώσῃ τὸν κόπον σου, διότι ηὔφρανας τὴν ψυχήν μου μὲ τοὺς σοφοὺς καὶ ἀρίστους λόγους σου, πλήν, σὲ παρακαλῶ, εἰπέ μοι καὶ ἄλλην παραβολὴν διὰ τὸν μάταιον κόσμον καὶ πῶς νὰ διέλθω τοῦτον ἀταράχως». Καὶ ὁ γέρων ἤρχισε ταύτην τὴν διήγησιν.