Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου ΙΩΑΣΑΦ, βασιλέως τῶν Ἰνδιῶν, υἱοῦ τοῦ βασιλέως Ἀβεννήρ.

ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην, ἥτις ἐφυτεύθη διὰ τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος, καὶ εὐδόκησον νὰ καρποφορήσῃ καρπὸν δικαιοσύνης. Δίδαξον αὐτὸν τί τὸ θέλημά Σου, καὶ ἀξίωσον αὐτὸν καὶ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστον δοῦλόν σου, νὰ κληρονομήσωμεν τὰ αἰώνια ἀγαθά. Ὅτι εὐλογητὸς εἰ καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν». Μετὰ δὲ τὴν εὐχὴν κατεφίλησε τὸν νέον καὶ ἐξῆλθε, τοῦ παλατίου περιχαρὴς καὶ εὐχαριστῶν τὸν πανάγαθον Θεόν, ὅστις εὐώδωσεν εἰς ἀγαθὸν τὴν ὁδοιπορίαν του.

Ὁ δὲ υἱὸς τοῦ βασιλέως ἐφυλάττετο μετὰ προσοχῆς καὶ ἀκριβείας καθαρὸς ψυχῇ τε καὶ σώματι, μὲ ἐγκράτειαν, προσευχάς τε καὶ ὁλονυκτίους δεήσεις, καὶ ὅταν δὲν εἶχε καιρὸν τὴν ἡμέραν νὰ εἴπῃ τὰς διατεταγμένας εὐχάς, ἵστατο ὅλην τὴν νύκτα μετὰ δακρύων εὐχόμενος.

 

Ταραχὴ τοῦ βασιλέως καὶ προσπάθειαι αὐτοῦ διὰ τὴν ἐπαναστροφὴν τοῦ Ἰωάσαφ εἰς τὴν πλάνην.

ΒΛΕΠΩΝ ὁ Ζαρδάν, ὁ σωματοφύλαξ τοῦ Ἰωάσαφ, τὴν διαγωγὴν αὐτοῦ ἐπικραίνετο, γνωρίζων ὅτι ἔγινε Χριστιανός, φοβούμενος δὲ μήπως πληροφορηθῇ τοῦτο ὁ βασιλεὺς καὶ τὸν θανατώσῃ, μετέβη μόνος, μετὰ πολλῆς ταπεινότητος, καὶ ἀνήγγειλεν εἰς τὸν βασιλέα τὸ γεγονός. Ὁ Ἀβεννὴρ τότε ἐταράχθη, καὶ προσκαλέσας τὸν πρῶτον ἄρχοντα τῆς βουλῆς, Ἀραχῆν ὀνόματι, ὅστις ἦτο μάντις καὶ ἀστρολόγος, παρεκάλεσε τοῦτον νὰ εὕρῃ τρόπον, ἵνα μεταστρέψωσι τὸν νέον εἰς τὴν θρησκείαν των. Ὁ δὲ Ἀραχῆς ἀπεκρίθη· «Φρόντισον, βασιλεῦ, νὰ εὕρῃς τὸν πλάνον ἐκεῖνον Βαρλαάμ, ὅστις τὸν ἐδίδαξε, καὶ νὰ μεταπείσωμεν τοῦτον ἢ μὲ δωρεάς, ἢ μὲ σκληρὰς τιμωρίας νὰ διδάξῃ πάλιν τὸν υἱόν σου ὅλα τὰ ἀντίθετα ἐκείνων τὰ ὁποῖα εἶπε πρότερον. Ἐὰν δὲν εὕρῃς τὸν Βαρλαάμ, γνωρίζω ἐγὼ ἕνα ἐρημίτην, διδάσκαλόν μου εἰς τὴν πίστιν, Ναχὼρ ὀνομαζόμενον, ὁμοιάζοντα μὲ τὸν Βαρλαὰμ εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ τὸν ὁποῖον θὰ ὑπάγω νὰ εὕρω κρυφίως καὶ νὰ τὸν συμβουλεύσω νὰ ὑποκριθῇ ὅτι εἶναι ὁ Βαρλαάμ, καὶ νὰ συνομιλῇ μετὰ τῶν διδασκάλων μας· κατ’ ἀρχὴν δὲ νὰ ἐπαινῇ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τὴν θρησκείαν των. Κατόπιν, προσποιούμενος ὅτι ἐνικήθη, νὰ εἴπῃ εἰς τὸν υἱόν σου ὅτι ἦτο πεπλανημένος, καὶ ὅτι τώρα ἐγνώρισε τὴν ἀλήθειαν».

Ταύτην τὴν σκέψιν ἐπήνεσεν ὁ βασιλεύς, καὶ ἀνεχώρησεν ὁ ἴδιος μὲ συνοδείαν πολυάριθμον εἰς την ἔρημον. Ἀλλὰ μάτην ἐκοπίαζαν· διότι τὸν μὲν Βαρλαὰμ δὲν ἀνεῦρον, ἀλλὰ δέκα ἑπτὰ ἐρημίτας, τοὺς ὁποίους ἐθανάτωσεν ἀπανθρώπως, διότι δὲν ἠθέλησαν νὰ προδώσωσι τὸν τόπον ὅπου ἠσκήτευεν ὁ Βαρλαάμ, προστάξας πρῶτον νὰ κόψουν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας των, νὰ ἀνασπάσουν τὰς γλώσσας των, καὶ τέλος νὰ κόψωσι τὰς κεφαλάς των.