Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου ΙΩΑΣΑΦ, βασιλέως τῶν Ἰνδιῶν, υἱοῦ τοῦ βασιλέως Ἀβεννήρ.

Σθεναρὰ ὁμολογία τῆς πίστεως ὑπὸ τοῦ Ἰωάσαφ.

ΑΠΕΚΡΙΘΗ τότε ὁ νέος, κηρύττων μετὰ παρρησίας τὴν ἀλήθειαν· «Ἐγώ, πάτερ, ἀπετάχθην τοὺς δαίμονας καὶ συνετάχθην μετὰ τοῦ ἀληθοῦς Θεοῦ, ὅστις ἐποίησε τον κόσμον ὅλον, καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον, ὕστερον ἐσαρκώθη διὰ νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ δαίμονος». Συνεχίζων δὲ ἀνέπτυξεν ἅπασαν τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καὶ τὰ εἴδωλα διεκωμῴδησε. Κατόπιν εἶπε· «Γνώριζε, πάτερ, ὅτι τόσον στερεὰν γνώμην ἔχω εἰς τὴν πίστιν τοῦ γλυκυτάτου μου Χριστοῦ καὶ ὅτι δὲν ψεύδομαι εἰς τὰς ὁμολογίας, τὰς ὁποίας ἔταξα εἰς Αὐτόν, ἔστω καὶ ἐὰν μὲ κατεδίκαζες εἰς μυρίους θανάτους. Μὴ ἐπιχειρήσῃς, λοιπόν, νὰ μὲ διαστρέψῃς ἀπὸ τὴν καλὴν ὁμολογίαν μου. Μάλιστα πολὺ λυποῦμαι καὶ θλίβομαι, διότι καὶ σὺ δὲν ἔρχεσαι νὰ συγκοινωνήσῃς μετ’ ἐμοῦ, ἵνα συναπολαύσωμεν τὰ οὐράνια ἀγαθὰ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον».

Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἀβεννὴρ ἐθυμώθη σφόδρα καὶ τρίζων τοὺς ὀδόντας του, ὡς δαιμονιζόμενος, ἔλεγεν· «Εγὼ εἶμαι ἡ αἰτία, διότι σοῦ ἔδωσα τόσην ἐξουσίαν. Καλῶς μοῦ τὸ εἶπον οἱ ἀστρολόγοι, ὅτι θὰ ἀποβῇς ἄνθρωπος κακὸς καὶ παμπόνηρος, ἀλαζών, καὶ εἰς τοὺς γονεῖς σου ἀπειθὴς καὶ παρήκοος. Ἀλλὰ γνώριζε, ὅτι ἐὰν ἐπιμένῃς εἰς τὴν ἀπείθειάν σου, θὰ σοῦ ἐπιβάλω τόσας τιμωρίας, ὅσας ποτὲ κανεὶς δὲν ἐφήρμοσεν οὔτε εἰς τοὺς ἐχθρούς του». Ὁ δὲ νέος ἀπήντησε· «Διατὶ ὀργίζεσαι, βασιλεῦ; Διὰ τὴν εὐτυχίαν τοῦ υἱοῦ σου πικραίνεσαι; Τὶς ἄλλος πατὴρ ἐλυπήθη διὰ τὴν τοῦ υἱοῦ του σωτηρίαν; Ἐὰν μὲ βασανίσῃς, καθὼς εἶπες, ἄλλο τίποτε δὲν κάμνεις, εἰ μὴ μόνον ἀπὸ πατὴρ νὰ γίνεσαι τύραννος καὶ φονεύς. Ὅμως δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ μεταβάλῃς τὴν γνώμην μου. Εἴθε νὰ ἐγνώριζες καὶ σὺ τὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ προσέλθῃς πρὸς τὸν ὄντως Θεόν, μισῶν τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου. Ἐννόησον, πάτερ μου, ὅτι πᾶσα σὰρξ εἶναι καθὼς ὁ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου. Διότι ποθῶν τιμὴν τοσοῦτον εὐμάραντον καὶ προτιμῶν τὰς φαντασίας τοῦ ματαίου τούτου κόσμου, θὰ ζημιωθῇς τὰ αἰώνια, θὰ καταδικασθῇς εἰς πῦρ ἄσβεστον, θὰ κατακαίεσαι αἰωνίως καὶ θὰ ὀδύρεσαι ματαίως καὶ ἀνωφελῶς, διότι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ ᾅδῃ μετάνοια».

Ταῦτα ἔλεγεν ὁ φιλοπάτωρ υἱός, καὶ ἐθαύμασεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν σοφίαν τῶν λόγων του. Πλὴν ὅμως, ἐξ αἰτίας τοῦ παχέος σκότους εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο, δὲν ἐσυλλογίζετο ταῦτα. Ὅθεν ἠγέρθη διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ, εἰπὼν εἰς τὸν υἱόν του μὲ ὀργήν· «Εἴθε νὰ μὴ ἐγεννᾶσο, ἐπειδὴ εἶσαι ἀποστάτης μου, καὶ πρὸς τοὺς θεούς μας τοσοῦτον βλάσφημος. Ἀλλ’ ἐγὼ θὰ σὲ θανατώσω τάχιστα».