Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου ΙΩΑΣΑΦ, βασιλέως τῶν Ἰνδιῶν, υἱοῦ τοῦ βασιλέως Ἀβεννήρ.

Τούτου γενομένου, ἀπῆλθεν ὁ Ἀραχῆς νύκτα βαθεῖαν εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Ναχὼρ καὶ ἐνουθέτησεν αὐτὸν πῶς νὰ ὑποκριθῇ δολίως, καθὼς συνεφώνησαν. Τότε ἐπέστρεψεν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ τὸ πρωΐ, ἐνῷ ἐβάδιζον εἰς ἀναζήτησιν τοῦ Βαρλαάμ, βλέπουσιν ἕνα γέροντα, ὅστις ἦτο ὁ προειδοποιηθεὶς Ναχώρ. Ὁ Ἀραχῆς τότε ἐπρόσταξε τοὺς ὑπηρέτας, οἵτινες καὶ τὸν ἔφεραν πρὸς αὐτόν, ὅτε τὸν ἠρώτησε διὰ τὴν θρησκείαν του καὶ τὸ ὄνομά του. Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, ὅτι ἦτο Χριστιανός, Βαρλαὰμ καλούμενος.

Ὁ Ἀραχῆς τότε τὸν ὡδήγησεν εἰς τὸν βασιλέα, ὅστις εἶπεν εἰς αὐτὸν εἰς ἐπήκοον πάντων· «Σὺ εἶσαι ὁ Βαρλαάμ, ὁ ἐργάτης τοῦ δαίμονος;». Ὁ Ναχὼρ ἀπεκρίθη· «Τοῦ Θεοῦ ἐργάτης εἶμαι, καὶ ὄχι τοῦ δαίμονος, καὶ δὲν πρέπει νὰ μὲ ὑβρίζῃς, ἀλλὰ νὰ μὲ τιμᾷς, διότι ἐλύτρωσα τὸν υἱόν σου ἀπὸ τὴν πλάνην σας καὶ τὸν ἐδίδαξα τὴν ἀλήθειαν». «Ἔπρεπε νὰ σὲ θανατώσω», εἶπε μὲ θυμὸν ὁ βασιλεύς. «Ἀλλὰ ὑπομένω ὀλίγας ἡμέρας, καὶ ἐὰν μὲ ὑπακούσῃς, θὰ σὲ συγχωρήσω, ἄλλως θὰ σὲ θανατώσω ἀγριώτατα». Ἡπλώθη δὲ ἡ φήμη εἰς τὴν χώραν, ὅτι ἀνεῦρον τὸν Βαρλαάμ, καὶ ὁ Ἰωάσαφ, μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ τὰ δάκρυα, ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσῃ τὸν γέροντα. Ὁ δὲ Κύριος, ὁ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιῶν, ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτὸν τὴν νύκτα ὅσα οἱ ἐχθροὶ δολίως ἐσκέπτοντο, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν θάρρος καὶ δύναμιν, νὰ προχωρῇ εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως.

Τότε ὁ βασιλεὺς μετέβη εἰς τὸν μακάριον Ἰωάσαφ καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ἐν ὀργῇ· «Δὲν πιστεύω νὰ ἔλαβεν ἄλλος πατὴρ τοσαύτην χαρὰν διὰ τὴν γέννησιν τοῦ παιδός του, οὔτε νὰ ἔδειξε πρὸς αὐτὸν τόσην ἀγάπην, ὅσην ἐγὼ πρὸς σέ. Καὶ σύ, ἀγνωμονῶν, ὕβρισες τὸ γῆράς μου, ἐτύφλωσες τὸ φῶς μου, καὶ μὲ κατέστησες γέλωτα καὶ παίγνιον τῶν ἐχθρῶν μου μὲ τὸ νὰ πιστεύσῃς ἕνα πλάνον, καὶ νὰ ἐγκαταλείψῃς ἐμὲ καὶ τοὺς θεούς μου, διὰ νὰ προσκυνήσῃς Θεὸν ἀλλότριον. Ἐγὼ ἤλπιζα νὰ σὲ ἔχω παρηγορίαν εἰς τὸ γῆράς μου, νὰ σὲ ἀφήσω διάδοχόν μου, σὺ ὅμως δὲν μὲ ἐσεβάσθης, ἀλλ’ ἐφάνης πρὸς ἐμὲ ὡς πολέμιος. Δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπακούῃς περισσότερον εἰς τὰς συμβουλάς μου καὶ ὄχι εἰς τὰς φλυαρίας ἐκείνου τοῦ σαπροῦ γέροντος, ὅστις σὲ συνεβούλευσε νὰ ζῇς ζωὴν πικρὰν καὶ περίλυπον, νὰ στερηθῇς τοῦ κόσμου τὰς ἡδονάς, καὶ νὰ διάγῃς μὲ τόσην σκληραγωγίαν καὶ κακοπάθειαν; Ἐξεγελάσθης μὲ νεκρὰς ἐλπίδας, τὰς ὁποίας μυθολογοῦσιν οἱ Γαλιλαῖοι, ὅτι ὑπάρχει ἀνάστασις νεκρῶν καὶ ἄλλα μύρια ὅσα φληναφήματα, μὲ τὰ ὁποῖα πλανῶσι τοὺς ἄφρονας; Ὑπάκουσόν μου, τέκνον ἀγαπητόν, καὶ πρόσπεσον πάλιν εἰς τοὺς εὐσπλάγχνους θεούς, διὰ νὰ τοὺς καταπραΰνωμεν τὴν ὀργήν των μὲ θυσίας ἑκατὸν βοῶν ἐκλεκτῶν, μήπως καὶ σοῦ συγχωρήσωσι τὸ φοβερὸν ἁμάρτημα».