Παραβολὴ περὶ τῆς ματαιότητος τοῦ κόσμου.
ΥΠΑΡΧΕΙ μία πόλις πολυάνθρωπος, τῆς ὁποίας οἱ οἰκήτορες ἔχουσι τὴν συνήθειαν νὰ ψηφίζωσι βασιλέα ἕνα ξένον, ἄγνωστον ἄνθρωπον, ὥστε νὰ μὴ ἠξεύρῃ τοὺς νόμους της καὶ οὗτος ἔχει ἐξουσίαν νὰ κάμνῃ ὡς βασιλεὺς ἐπὶ ἕνα χρόνον ὅλα του τὰ θελήματα. Ἔπειτα αἴφνης, ἐνῷ διάγει ἀμέριμνος, τρώγων καὶ πίνων καὶ ἀναπαυόμενος ὅτι θὰ εἶναι πάντοτε βασιλεύς, ἐκθρονίζεται ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ πομπεύεται ὁλόγυμνος εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως, κατόπιν δὲ ἐξορίζεται εἰς μίαν ἐρημόνησον, μακρὰν τῆς χώρας, καὶ ἐκεῖ, μὴ εὑρίσκων τί νὰ φάγῃ ἢ νὰ ἐνδυθῇ, διέρχεται πολλὴν ταλαιπωρίαν».
«Κατὰ τὴν συνήθειαν ταύτην λοιπὸν ἔκαμαν κάποτε βασιλέα εἰς ταύτην τὴν χώραν ἄνθρωπόν τινα, ὅστις ἔχων σοφίαν καὶ σύνεσιν, δὲν ἔπεσεν εἰς πολυφαγίαν καὶ μέθην, ὡς οἱ πρῴην βασιλεῖς, διότι ἐπληροφορήθη προηγουμένως τὴν ρηθεῖσαν τάξιν. Ἀνοίξας ὅθεν τοὺς βασιλικοὺς θησαυρούς, καὶ λαβὼν πλῆθος χρυσοῦ, ἀργύρου καὶ λίθων πολυτίμων, παρέδωκεν εἰς πιστοὺς δούλους του, προπέμπων αὐτοὺς εἰς ἐκείνην τὴν νῆσον, ὅπου ἔμελλε νὰ τὸν ἐξορίσουν. Ὅταν δὲ συνεπληρώθη ὁ χρόνος τῆς βασιλείας του, οἱ πολῖται ἐγύμνωσαν αὐτὸν καὶ ἀπέστειλαν εἰς τὴν ἐξορίαν. Ἀλλ’ οὗτος, προπέμψας τὸν πλοῦτον ἐκεῖ, εἶχε τροφὴν καὶ πάντα τὰ ἐφόδια»
«Πόλιν νόησον, εὐγενέστατε, τὸν κόσμον τοῦτον τὸν ἀπατηλὸν καὶ μάταιον· πολίτας τοὺς δαίμονας, οἱ ὁποῖοι μᾶς δελεάζουσι μὲ τὰς ἀπολαύσεις τῶν ἡδονῶν, διὰ τὰς ὁποίας, πιστεύοντες ὅτι εἶναι παντοτειναί, δὲν φροντίζομεν διὰ τὰ αἰώνια, ἤτοι νὰ προπέμψωμεν τροφὰς μὲ τοὺς πένητας δούλους, οὔτε ἄλλας ἀρετὰς ἐτελέσαμεν. Ὅθεν, ὅταν ἔλθῃ ὁ θάνατος, μᾶς ἐκβάλλουσιν ἀπὸ τὸν κόσμον γυμνοὺς οἱ πονηροὶ δαίμονες, διότι ἐπράξαμεν τὰ θελήματά των, καὶ μᾶς μεταφέρουν εἰς τὴν ζοφερὰν καὶ αἰώνιον φυλακὴν τοῦ ᾅδου, ὅπου δὲν ὑπάρχει φῶς οὐδὲ ἄνεσις οὐδὲ ἐλπὶς ἀνέσεως».
Ἠρώτησε τότε ὁ Ἰωάσαφ· «Εἶναι καὶ ἄλλοι οἵτινες κηρύττουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα μὲ ἐδίδαξες;». Ὁ δὲ Βαρλαὰμ ἀπεκρίθη· «Εἰς ταύτην τὴν δυστυχῆ χώραν σας δὲν γνωρίζω ἐὰν εἶναί τις, διότι ἡ τυραννὶς τοῦ πατρός σου τοὺς ἐθανάτωσεν· ἀλλ’ εἰς τοὺς ἄλλους τόπους ἁπανταχοῦ κηρύττεται ἡ ἀλήθεια αὕτη τῆς εὐσεβείας, τὴν ὁποίαν ὁ Ἐλεήμων Θεὸς μὲ ἀπέστειλε νὰ σὲ διδάξω, ἵνα μὴ ἀποθάνῃς εἰς τὴν ἀσέβειαν». Λέγει ὁ Ἰωάσαφ· «Εἶχα πόθον νὰ ἐδίδασκες καὶ τὸν πατέρα μου, μήπως ἔλθῃ καὶ αὐτὸς εἰς θεογνωσίαν». Ὁ δὲ Βαρλαὰμ ἀπεκρίθη· «Ὅσα δὲν δύνανται νὰ κάμουν οἱ ἄνθρωποι, οἰκονομεῖ ὁ Παντοδύναμος Κύριος. Ἔχε ὑπομονὴν πρὸς τὸ παρόν, διότι εἶναι πολὺ ὠργισμένος κατὰ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὅταν εὕρῃς καιρὸν κατάλληλον σὺ θὰ τὸν διδάξῃς μήπως τὸν σώσῃς καί, Θεοῦ συνεργοῦντος, γίνῃς οὕτω πατὴρ τοῦ πατρός σου μὲ τρόπον θαυμάσιον».