Ἐχαίρετο λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχουσα τοιοῦτον φωστῆρα εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην διαλάμποντα, ὥστε εἰς τοὺς καιροὺς ἐκείνους δὲν εὑρίσκετο ἄλλος τις ὅμοιός του. Ἀλλ’ ὁ μισόκαλος διάβολος δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπῃ, τοιαῦτα καλά, ἀλλ’ ἐκίνησε μερικοὺς κληρικούς, σκανδαλοποιούς, διὰ νὰ ἐξορίσουν τὸν Ἅγιον μακρὰν ἀπὸ τὴν ποίμνην του. Κάμνοντες λοιπὸν φατρίας ἐναντίον τοῦ καλοῦ ποιμένος, ὥρμησαν μὲ βασιλικὴν ἐξουσίαν καὶ τὸν ἐδίωξαν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον. Ὁ δὲ θεῖος Νήφων, μὴ ἠξεύρων τελείως διὰ ποίαν αἰτίαν διώκεται μὲ τόσον παράλογον θυμόν, ἠπόρει καὶ ἐλυπεῖτο ὄχι διότι ἐξεβλήθη τοῦ θρόνου, ἀλλὰ διὰ τὴν στέρησιν τῆς σωτηρίας τῶν Χριστιανῶν, γνωρίζων ὅτι ὅλα τὰ κινούμενα κατ’ αὐτοῦ εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ διαβόλου· ὅθεν καὶ παρεκάλει τὸν Κύριον νὰ συγχωρήσῃ τὸ ἁμάρτημα τῶν σκανδαλοποιῶν καὶ νὰ τοὺς δώσῃ καλὴν ἐπιστροφήν, διὰ νὰ μετανοήσουν, αὐτὸς δὲ ἐπορεύετο τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων, ὅτι ἐλυτρώθη ἀπὸ τὰς φροντίδας καὶ ὅτι ἠδύνατο νὰ ἀπολαύσῃ τὴν ποθουμένην του ἡσυχίαν. Πηγαίνων δὲ εἰς τὴν Σωζόπολιν, ἡσύχαζεν εἰς ἓν Μοναστήριον τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τὸ ὁποῖον ἐπόθει ὁλοψύχως, διάγων ζωὴν ὑπερθαύμαστον, τόσον ὥστε ἡ φήμη του διεδόθη εἰς ὅλα τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ ἔτρεχον ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ διὰ νὰ βλέπουν τὸν Ἅγιον καὶ νὰ ἀκούουν τὴν ψυχωφελῆ διδασκαλίαν του.
Διατρίβων δὲ εἰς τὸ Μοναστήριον δύο ὁλοκλήρους χρόνους, προσεκλήθη πάλιν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀνέβη ἐκ δευτέρου εἰς τὸν οἰκουμενικὸν θρόνον, ἔλαμψε δὲ καὶ πάλιν τὸ φῶς ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ ἐφωτίσθη ὅλη ἡ οἰκουμένη μὲ τὰς συχνὰς διδαχάς του. Ἀλλὰ μὴ ὑποφέρων πάλιν ὁ διάβολος τὴν παρουσίαν τοῦ Ἁγίου, ἐμηχανεύθη ἐναντίον του ἄλλην μέθοδον διὰ νὰ τὸν διώξῃ πάλιν· μίαν δὲ ἡμέραν ἐπιστρέφων εἰς τὸ Πατριαρχεῖον ἀπὸ μίαν Ἐκκλησίαν ὅπου ἐλειτούργησεν, ἔτυχε νὰ ἀπαντήσῃ αἴφνης εἰς τὴν ὁδὸν τὸν βασιλέα, σταθεὶς δὲ ὀλίγον ἐχαιρέτησεν αὐτὸν κατὰ τὸ πρέπον· ὁ δὲ ὑπερήφανος βασιλεύς, θέλων ἰσόθεον τιμήν, ὕβρισε τὸν Ἅγιον, ὅτι δὲν ἠξεύρει νὰ τιμᾷ, τοὺς βασιλεῖς καθὼς πρέπει. Ὁ δὲ ταπεινόφρων μηδὲν λαλήσας ἀνεχώρησε, λέγων καθ’ ἑαυτόν· «Καὶ τοῦτο τέχνη σου εἶναι, πονηρὲ διάβολε». Ἐλθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς εἰς τὰ βασίλεια διέταξε νὰ ἐξορίσουν τὸν Ἅγιον εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν, προστάξας νὰ τὸν φυλάττουν ἐκεῖ διωρισμένοι στρατιῶται.