Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου ΝΗΦΩΝΟΣ, τοῦ ἐν τῇ κατὰ τὸν Ἄθω κονοβιακῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἀσκήσαντος καὶ γενομένου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἐν ἔτει ͵αυξ’ (1460) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἀλλ’ ὁ θεῖος Νήφων, μὴ δειλιάσας παντελῶς τὰς ἀπειλάς, ἐπῆγεν εἰς τὸ μέγαρον τοῦ ἐξουσιαστοῦ καὶ τοῦ ἔδωκεν ἐν πρώτοις τὸ γράμμα, ποὺ ἔστειλεν ἡ νόμιμος σύζυγός του. Ἔπειτα, ἀνοίγων τὸν θεῖον Νόμον, τοὺς παρεκάλει νὰ μὴ καταφρονήσουν τὴν θείαν ἀπόφασιν καὶ τοὺς θείους Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ δὲ Ράδουλος, ἀπορρίψας τὸ προσωπεῖον τῆς προτέρας εὐλαβείας, ὠργίσθη καὶ μὲ ὕφος ἄγριον λέγει εἰς τὸν Ἅγιον· «Δὲν πρέπει, Δέσποτα, νὰ δεικνύῃς τόσην αὐστηρότητα εἰς ἡμᾶς, ἀλλὰ νὰ ἔχῃς ἐντροπὴν καὶ φόβον εἰς τοὺς ἐξουσιαστάς· ἐγὼ καὶ πρωτύτερα ἤθελα νὰ σοῦ εἴπω, ὅτι εὐθὺς ὡς σὲ ἔφερα ἐδῶ κατεπάτησας καὶ ἠθέτησας ὅλας τὰς παραδόσεις καὶ τάξεις μας, καὶ μετέβαλες, σύμφωνα μὲ τὴν γνώμην σου, ὅλα τὰ πράγματα· ὅθεν ἀπὸ τὴν σήμερον οὔτε τὴν διδασκαλίαν σου θέλομεν, οὔτε τὰς παραδόσεις καὶ τάξεις σου· ὅτι ἡμεῖς εἴμεθα ἄνθρωποι τοῦ κόσμου καὶ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἀκολουθοῦμεν τὴν γνώμην σου».

Ταῦτα ἀκούσας ἀνελπίστως ὁ Ἅγιος, τοῦ λέγει· «Ἐκλαμπρότατε ἐξουσιαστά, οὐδέποτε ἐπίστευον ὅτι θὰ μοῦ ἔλεγες τοιαῦτα πράγματα· δὲν ἦλθες ἡ ἐκλαμπρότης σου δύο καὶ τρεῖς φορὰς μὲ τοὺς ἄρχοντάς σου καὶ μὲ παρεκάλεσας νὰ ἔλθω ἐδῶ διὰ ὠφέλειαν τῶν ψυχῶν σας; δεῖξον μοι, ὑψηλότατε, ποίαν κακὴν παράδοσιν καὶ τάξιν σᾶς ἔδωκα καὶ ἠθέτησα τὰς ἰδικάς σας· ὦ ἀλλοίμονον! τώρα βλέπω φανερά, ὅτι μέλλει νὰ ἔλθῃ μεγάλη ὀργὴ ἐναντίον σας καὶ λυποῦμαι διὰ τὰς ψυχάς σας, διὰ δὲ τὸν ἑαυτόν μου οὐδόλως φροντίζω, ὅτι ἔχω τὸ θάρρος μου ὅλον εἰς ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἐκ νεότητός μου ἐπόθησα καὶ ποθῶ καὶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ὁποίου θεωρῶ μεγάλην χαράν μου νὰ χύσω καὶ τὸ αἷμά μου, ἂν εἶναι ἀνάγκη. Ἤξευρε, αὐθέντα, ὅτι ὅλη ἡ ἰδική μου δύναμις εἶναι ὁ Νόμος τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριός μου ἔχυσε τὸ πανάγιον αἷμά του διὰ νὰ τὴν καθαρίσῃ ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν καὶ νὰ τὴν ἁγιάσῃ· θὰ εἶναι δὲ καθαρὰ καὶ ἁγία μὲ τὴν ἐργασίαν τῶν θείων ἐντολῶν, τὰς ὁποίας ποθῶ νὰ φυλάξω ἕως τέλους τῆς ζωῆς μου».

Ταῦτα εἰπὼν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ μέγαρον καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐπρόσταξε τοὺς ἐπὶ τῆς εὐταξίας νὰ συνάξουν τὸν λαόν, διδάξας δὲ αὐτοὺς ἱκανῶς, ἐφόρεσε τὴν ἀρχιερατικὴν στολὴν καὶ ἀφώρισε τὸν παράνομον Μπόγδανον καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἐβοήθουν εἰς τὴν παρανομίαν, ἀπαγορεύσας τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸν ὁμοῦ μὲ τὴν μοιχαλίδα, ὡς παραβάτας τοῦ Νόμου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὗτος, ὡς ἐν ἀρχῇ εἴπομεν, εἶναι ὁ Ἱερομόναχος Γαβριήλ, ὁ τότε πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.