Ὁ δὲ μαθητὴς αὐτοῦ Μακάριος, ὢν ζηλωτὴς τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἁγίου κατὰ πάντα καὶ ἀγωνιζόμενος μὲ πολλοὺς ἀγῶνας τὴν ὁδὸν τῆς ἀσκήσεως, ἀνέβη εἰς τὸ ἄκρον τῆς θείας ἀγάπης καὶ ἐφλέγετο ἡ καρδία του διὰ νὰ τελειώσῃ τὴν ζωήν του μὲ μαρτυρικὸν θάνατον· ὅθεν ἐφανέρωσε τὸν πόθον του εἰς τὸν Ἅγιον· ὁ ὁποῖος, γνωρίζων ὅτι ὁ σκοπός του εἶναι κατὰ θείαν βούλησιν, τοῦ εἶπεν· «Ὕπαγε, τέκνον μου, εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ μαρτυρίου, ὅτι κατὰ τὴν προθυμίαν σου θέλεις ἀξιωθῆ νὰ λάβῃς τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου, νὰ χαίρεσαι αἰωνίως μετὰ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων». Σφραγίζων δὲ αὐτὸν μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ τὸν ηὐχήθη καὶ κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Ἁγίου, οὕτως ἔγινε· διότι πηγαίνων εἰς τὴν Θεσσαλονίκην ὁ τῇ ἀληθείᾳ Μακάριος, καὶ παρουσιασθεὶς εἰς τοὺς Ὀθωμανούς, καὶ κηρύττων τὸν Χριστόν, ἐβασανίσθη ἀνηλεῶς ἀπὸ αὐτούς, τέλος δὲ ἀπετμήθη τὴν ἁγίαν του κεφαλὴν καὶ ἔλαβε τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου. Ὁ δὲ θεῖος Νήφων ἀπεκαλύφθη ταῦτα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἰωάσαφ, τὸν ἄλλον του μαθητήν· «Νὰ ἠξεύρῃς, τέκνον, ὅτι σήμερον ἐτελειώθη διὰ τοῦ μαρτυρίου ὁ συνάδελφός σου Μακάριος καὶ ὑπάγει διὰ νὰ χαίρῃ εἰς τοὺς οὐρανούς». Μετὰ ταῦτα παραλαβὼν τὸν Ἰωάσαφ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν ἱερὰν Μονὴν τοῦ Βατοπαιδίου κρυφίως χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρῃ τις, καὶ ἐπῆγεν ἀγνώριστος εἰς τὸ ἱερὸν Μοναστήριον τοῦ Διονυσίου, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο, καθὼς λέγουν, ἡ ἑξῆς συνήθεια διωρισμένη ἀπὸ τὸν κτίτορα τῆς Μονῆς· ὅποιος ὑπάγει εἰς τὸ Μοναστήριον διὰ νὰ μονάσῃ, τότε μόνον θὰ ἐγένετο δεκτός, ἐὰν κατεδέχετο νὰ γίνῃ ἡμιονηγός, νὰ μεταφέρῃ ξύλα καὶ νὰ κάμνῃ κάθε ἄλλην ὑπηρεσίαν εἰς ὅσον καιρὸν ἤθελε διορισθῆ ἀπὸ τὸν προεστῶτα. Τότε τὸν ἔπαιρναν μέσα εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ τὸν ἔκαμνον Μοναχὸν ἢ ἂν ἦτο πρότερον Μοναχὸς τὸν ἐσυναριθμοῦσαν μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Μοναστηρίου.
Πηγαίνων λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος Νήφων εἰς τὸ Μοναστήριον ἀγνώριστος, ὡς ἕνας εὐτελὴς Μοναχός, καὶ ἐρωτηθεὶς κατὰ τὴν συνήθειαν ἀπὸ τὸν προεστῶτα, ἔβαλε μετάνοιαν καὶ ὑπηρέτει ὡς ἡμιονηγός. Ἐν ὅσῳ δὲ καιρῷ ἦτο ἀκόμη ἀγνώριστος, ἦλθον ἄνθρωποι ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὴν μεγάλην Ἐκκλησίαν καὶ ἐζήτουν αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀναβιβάσουν πάλιν εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον μὲ βασιλικὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ διότι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὸν εὕρουν ἀνεχώρησαν.