Ἔπειτα νουθετήσας πολλὰ τὸν λαόν, προεῖπεν ὅσα ἔμελλον νὰ γίνουν εἰς τὴν Βλαχίαν, ὡς καὶ ὅτι ὁ Ράδουλος καὶ ὁ Μπόγδανος ἔμελλον νὰ λάβουν κακὸν θάνατον καὶ νὰ ἀπολεσθοῦν μὲ τὴν ἀνομίαν των, ἀποθέσας δὲ τὴν ἀρχιερατικὴν στολὴν ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν καὶ ἀσπασθεὶς τὰς ἁγίας Εἰκόνας ἀνεχώρησεν.
Ἀκούσας ταῦτα ὁ Ράδουλος ἐξέδωκεν ὁρισμὸν εἰς ὅλην τὴν πολιτείαν νὰ μὴ τὸν ὀνομάζουν πλέον Ἀρχιερέα, οὔτε νὰ τοῦ προσφέρουν καμμίαν τιμὴν καὶ περιποίησιν, ὅστις δὲ ἀκουσθῇ, ὅτι τοῦ ἔδωκεν ἄρτον ἢ ἄλλο τι, ἢ ὅτι τὸν ἐδέχθη εἰς τὴν οἰκίαν του, νὰ ζημιοῦται τὴν ζωήν του καὶ τὰ πράγματά του νὰ δημεύωνται. Ὅθεν ἔδωκεν ὁ Ἅγιος τόπον τῇ ὀργῇ, καὶ ἐπῆγεν εἰς μίαν ἄκραν τῆς χώρας, εἰς ἕνα μικρὸν οἰκίσκον, ἔχων ὅλην του τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ὡς πολυέλεος ἔστειλεν εἰς αὐτὸν τὰ πρὸς χρείαν, καθὼς ἔστειλε παλαιὰ καὶ εἰς τὸν Προφήτην Ἠλίαν τὴν τροφὴν διὰ τοῦ κόρακος, καὶ εἰς τὸν Δανιὴλ διὰ τοῦ Ἀββακούμ· διότι ἓν ἀρχοντόπουλον ἀπὸ τὴν γενεὰν τῶν Βασσαράβων, Νεάγκος ὀνομαζόμενον, τέκνον τοῦ Ἁγίου πνευματικόν, βλέπον αὐτὸν εἰς τόσην στενοχωρίαν ἐλυπεῖτο ὑπερβαλλόντως καὶ τοῦ ἔφερεν ὅλα τὰ πρὸς τὴν χρείαν μόνος του διὰ εὐλάβειαν κρυφίως, φοβούμενος τὴν ὀργὴν τοῦ ἐξουσιαστοῦ.
Σκεπτόμενος δὲ ὁ Ράδουλος τὴν κατάραν τοῦ Ἁγίου, καὶ φοβούμενος νὰ μὴ τοῦ ἔλθῃ ἔξαφνα καμμία ὀργὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν (διότι ναὶ μὲν εἶχε πεῖσμα κατὰ τοῦ Ἁγίου, ὅμως ἐγνώριζεν αὐτόν, ὅτι εἶναι δίκαιος κατὰ πάντα καὶ θεοσεβὴς) ἔκαμε τρόπον καὶ ἔφερε τὸν Ἅγιον εἰς τὸ ἀνάκτορόν του μὲ τιμήν, νομίζων ὅτι μὲ κολακείας θέλει λάβει τὴν συγχώρησιν καὶ τοῦ λέγει· «Πάτερ θειότατε καὶ σοφώτατε, συγχώρησέ μας εἰς ὅσα σοῦ ἐπταίσαμεν ὡς ἄνθρωποι, καὶ ἔχε καὶ ἡ Παναγιότης σου τὴν συγχώρησιν ἀπὸ ἡμᾶς, εἰς ἐκεῖνα ὅπου εἶπες καὶ ἔκαμες ἐναντίον μας· καὶ παρακαλοῦμέν σε νὰ μὴ ἔχῃς καμμίαν λύπην ἐναντίον μας, ἡμεῖς δὲ θὰ σὲ φροντίσωμεν εἰς ὅσα χρήματα καὶ ἐνδύματα σοῦ χρειάζονται, θὰ σὲ στείλωμεν δὲ μὲ πολλὴν τιμὴν ὅπου βούλεσαι νὰ ὑπάγῃς, ἀλλὰ καὶ ὅπου κατοικήσῃς θὰ σοῦ στέλλωμεν καὶ ἐκεῖ ὅλα τὰ χρειαζόμενα. Διὰ τὸ συνοικέσιον δὲ τοῦ Μπογδάνου μὴ σὲ μέλῃ ὅτι αὐτὸς ἔλαβε τὴν συγχώρησιν ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Ἀρχιερέων, ἡ ὁποία εἶναι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, δῶσε δὲ τὴν συγχώρησιν καὶ ἡ Παναγιότης σου, καθὼς πρέπει.