Τότε ὁ Ἅγιος μετὰ πολλῶν δακρύων εἶπε· «Διὰ τοῦτο, πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, μὲ ἀπέκρυψεν ὁ Κύριος εἰς τοῦτον τὸν ψυχοσωτήριον τόπον, καθὼς τοῦ ἐζήτησα, διὰ νὰ λυτρωθῶ ἀπὸ τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἐλεηθῶ εἰς ἐκεῖνο τὸ φοβερόν του κριτήριον ὅτι ἂν ἴσως καὶ δὲν ἀρνηθῶμεν πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς, καὶ κάθε ἀνθρωπίνην δόξαν καὶ προσπάθειαν τοῦ κόσμου τούτου, καθὼς αὐτὸς μᾶς παραγγέλλει, δὲν εἴμεθα ἄξιοι νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν, διότι ἐὰν κερδήσωμεν τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῶμεν τὴν ψυχήν μας, τί τὸ ὄφελος;». Πρὸς δὲ τοὺς ζητοῦντας συγχώρησιν εἶπεν· «Ὦ τέκνα μου καὶ ἀδελφοί, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται εἰς τὴν ἀρετὴν πρέπει νὰ ἔχουν πρᾳότητα καὶ ἀγάπην εἰς τοὺς πλησίον καὶ νὰ μὴ ὀργίζωνται κατ’ αὐτῶν, κἂν τὰ μυρία κακὰ πάθουν ἀπὸ αὐτούς, ὅτι ὅλοι ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ κανένας δὲν εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὴν ἰδίαν δύναμιν».
Οὕτω λοιπὸν νουθετῶν αὐτοὺς ὁ μακάριος Νήφων, νὰ μὴ κάμουν εἰς ἄλλους παρόμοια, ἀλλὰ χωρὶς ὀργὴν καὶ γογγυσμὸν νὰ ἐκτελῇ ἕκαστος τὴν διακονίαν του βοηθῶν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, τοὺς ηὐλόγησε καὶ τοὺς ἠσπάσατο. Ἔπειτα ἐμβῆκεν εἰς τὸ Μοναστήριον, καὶ ἠγωνίζετο μὲ τόσην ἄκραν σκληραγωγίαν, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νὰ διηγηθῇ τις καταλεπτῶς τοὺς ἀγῶνας καὶ τοὺς κόπους εἰς τοὺς ὁποίους ὑπεβάλλετο ὁ μακάριος· ὁ ὁποῖος μολονότι ἦτο γηραλέος καὶ καταδαμασμένος ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰς ἐξορίας, πάλιν ὑπηρέτει εἰς ὅλας τὰς χρείας τοῦ Μοναστηρίου ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον εὐτελεστέρους Μοναχούς, πολλὰς δὲ οἰκοδομὰς ἔκαμεν ἐκ θεμελίων, τοὺς ἀσθενεῖς ἐπεσκέπτετο, τοὺς τεθλιμμένους ἐπαρηγοροῦσε καὶ πολλάκις, ὅταν ἐπήγαινα (λέγει ὁ συγγραφεὺς τῆς παρούσης διηγήσεως) [1] καὶ ἔμενα ἐκεῖ, διὰ νὰ λαμβάνω ὠφέλειαν ἀπὸ τὰς ψυχωφελεῖς διδασκαλίας του, τὸν ἔβλεπα ὅτι ἔσκαπτεν εἰς τὸν κῆπον, ἐβοηθοῦσεν εἰς τὸν μῦλον, κατέβαινεν εἰς τὸν λιμένα διὰ τὰς χρείας τῶν πλοίων, συνεκοπίαζε μὲ τοὺς διακονητὰς ὁ τρισόλβιος, διὰ νὰ μὴ γογγύζουν καὶ χάνουν τὸν μισθὸν τοῦ κόπου των. Ἀλλὰ μὲ ὅλα ταῦτα δὲν παρέλειπεν ὁ μισόκαλος νὰ τὸν πολεμῇ, διότι εὑρίσκων μερικοὺς ὄργανα ἰδικά του, τοὺς διήγειρε νὰ κατακρίνουν καὶ νὰ ὑβρίζουν τὸν Ἅγιον, ὀνομάζοντες αὐτὸν ὑποκριτὴν καὶ φλύαρον· ἐκεῖνος ὅμως, ὡς πάνσοφος, γνωρίζων τὰς ἐνέδρας τοῦ σατανᾶ, παρεκάλει τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐνδυναμώνῃ, διὰ νὰ ὑποφέρῃ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς ἕως τέλους, τοὺς δὲ ὑβριστάς του νὰ τοὺς συγχωρῇ καὶ νὰ τοὺς σώσῃ ὡς φιλάνθρωπος.