Τότε ὁ εἰς πολλὰς φύσεις μεταμορφούμενος Πρωτεὺς ἀπεκρίθη· «Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ τέκνον τῆς Ἐκκλησίας εἶμαι». Εἶπον δὲ οἱ Πατέρες· «Ἐὰν ἦσο τέκνον τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἐπείθεσο εἰς τοὺς Πατέρας». Ὁ δὲ ποικιλότροπος βασιλεὺς συνεπλήρωσεν· «Ὄχι μόνον τέκνον, ἀλλὰ καὶ μεσίτης τυγχάνω». Ἀλλ’ εἷς τῶν Πατέρων ἀντεῖπε· «Δὲν εἶναι τὰ πράγματα ὅπως λέγεις, ἀλλ’ ὡς φαίνεται πρόκειται περὶ ἐξουσίας τυραννικῆς. Διότι, ἐὰν ἦτο μεσιτεία, δὲν θὰ εἶχες κεκρυμμένους πλησίον σου τοὺς κακῶς ἐλέγχοντας, τοὺς δὲ καλῶς κρίνοντας νὰ παραγκωνίζῃς, οὐδὲ θὰ ἔλεγες εἰς τούτους νὰ σιγήσουν, ἐὰν δὲν ἤθελον νὰ ἀπολέσουν τὰς κεφαλάς των. Διότι καὶ τοῦτο ἂν θὰ συνέβαινεν, αἱ μαρτυρίαι ἐκ τῶν θείων Γραφῶν ὑπὲρ τοὺς ποταμοὺς ἐξεχύθησαν. Ἀλλ’ ἐσφράγισας ὡς ἀσπὶς τὰ ὦτα σου καὶ δὲν θέλεις νὰ ἀκούσῃς ταῦτα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀποκαλύπτεσαι ἐκ τῶν πράξεών σου τούτων, οὔτε σὺ θέλεις ἀξιωθῆ ἀπαντήσεως, οὔτε οἱ μετὰ σοῦ». Ὅμως παρ’ ὅλον ὅτι τοιουτοτρόπως καὶ ὑπὸ τόσων ἀνδρῶν ἠλέγχετο ὁ παράνομος, ὑπεκρίνετο ὅτι μακροθυμεῖ.
Εὐθὺς ἀμέσως τότε καὶ ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ διάπυρος τῆς ἀληθείας ζηλωτής, διελθὼν διὰ μέσου τῶν πολλῶν, ἐστάθη ὡς ἄλλος Δαυῒδ κατὰ τοῦ Γολιὰθ. Καὶ ἐφώναξε· «Δὲν ἁρμόζει εἰς σέ, βασιλεῦ, νὰ παραλύῃς τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, διότι ἀκούεις καὶ τὸν Ἀπόστολον λέγοντα· «Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον Ἀποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον Διδασκάλους» (Α’ Κορ. ιβ’ 28) «πρὸς καταρτισμὸν τῶν Ἁγίων» (Ἐφεσ. δ’ 12), ἀλλὰ δὲν προσέθηκεν ὁ Ἀπόστολος καὶ βασιλεῖς. Εἰς μάτην λοιπὸν προσπαθεῖς νὰ ἐκβιάσῃς ἡμᾶς, διότι δὲν θὰ σὲ ὑπακούσωμεν. Τότε, ἐξερεθισθεὶς σφόδρα ὁ τύραννος, διέταξεν ὑβρίζων νὰ φύγουν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα. Καὶ τοὺς μὲν ἐκ τῶν Ἀρχιερέων, ὅσοι ἦσαν τῶν Δυτικῶν ἐπαρχιῶν, ἀπέστειλεν ἐξορίστους πρὸς τὰ νοσηρότερα μέρη τῆς Ἀνατολῆς, τοὺς δὲ τῶν Ἀνατολικῶν ἐξώρισε πρὸς τὰ μέρη τῆς Δύσεως καὶ τοὺς Μοναχοὺς ἐνέκλεισεν εἰς τὰ Μοναστήριά των, διατάξας, ὅτι ἐκεῖνος ὅστις ἤθελεν εὑρίσκεται ἔξω, ἢ εἰσάγει ἄλλους ἐντὸς τῶν Μοναστηρίων καὶ ἐν ὁμιλίᾳ ὑπεραμύνεται τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων Εἰκόνων νὰ καταδικάζεται εἰς κεφαλικὴν ποινήν. Τὸν δὲ ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ πίστει ἀκλόνητον Θεόδωρον τὸν Στουδίτην, ἐξορίσας ἀμέσως μετὰ πείσματος, διέταξε νὰ μὴ ἴδῃ τὴν βασιλεύουσαν μέχρι τοῦ θανάτου του.