Πάραυτα τότε ἐκάλεσαν τὸν μάγον ἐκεῖνον, Ἀθανάσιον ὀνόματι, πρὸς τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ βασιλεύς· «Ποίας, τέχνας ἔκαμεν ὁ τρισκατάρατος αὐτὸς Γεώργιος, ὅλοι τὰς εἶδον πῶς δὲ τὰς ἔκαμε, μόνον σεῖς οἱ μάγοι γνωρίζετε· λοιπὸν ἢ πάλιν καὶ σὺ μὲ ἄλλας μαγείας νὰ τὸν κάμῃς νὰ ὑποταχθῇ εἰς τὸ πρόσταγμά μας καὶ νὰ διαλυθοῦν αἱ τέχναι του, ἢ μὲ καμμίαν φαρμακείαν ἢ ἄλλην μαγικὴν τέχνην κάμε τον νὰ λάβῃ τὸν πρέποντα θάνατον· διότι καὶ ἐγὼ αὐτὸ ἐπιδιώκων τὸν ἄφησα νὰ ζῇ ἕως τώρα». Ὁ Ἀθανάσιος τότε ἀπεκρίθη πρὸς τὸν βασιλέα· «Αὔριον, βασιλεῦ, θὰ γίνῃ ὁ ὁρισμός σου, ἵνα καὶ τὴν ἰδικήν μου τέχνην ἴδῃς καὶ τὴν δύναμιν τῶν μεγάλων θεῶν». Μετὰ ταῦτα ἀπεχώρησαν πάντες, ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπρόσταξε νὰ κλείσουν τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακὴν καὶ νὰ φρουρῆται μέχρι τῆς ἑπομένης. Πορευόμενος δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὴν φυλακὴν ἐπεκαλεῖτο τὸν Θεὸν λέγων· «Ἂς θαυμαστωθῇ Κύριε, τὸ ἔλεός Σου ἐπ’ ἐμὲ καὶ ἀξίωσόν με ἕως τέλους τῆς ζωῆς μου νὰ διαφυλάξω τὴν ὁμολογίαν Σου».
Τὸ πρωΐ, ὅταν ἐξημέρωσεν, ἐκάθισε πάλιν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν ἴδιον τόπον ἐκεῖνον καὶ εἶπε νὰ φέρουν τὸν μάγον. Ἦλθε τότε ὁ μάγος Ἀθανάσιος, κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας του δύο ἀγγεῖα πήλινα, περιέχοντα δηλητήριον καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· «Ὅρισε, βασιλεῦ νὰ ἔλθῃ ὁ κατάδικος Γεώργιος καὶ θέλεις ἴδει τὴν δύναμιν τῶν μεγάλων θεῶν· καὶ ἐὰν μὲν ὁρίζῃς νὰ τὸν κάμω νὰ χάσῃ τὰς φρένας του καὶ νὰ ὑποταχθῇ εἰς τὸ πρόσταγμά σου, ἂς πίῃ ἀπὸ τοῦτο τὸ φάρμακον, τὸ ὁποῖον κρατῶ εἰς τὴν ἀριστεράν μου χεῖρα, ἐὰν δὲ ὁρίζῃς νὰ τὸν κάμω νὰ ἀποθάνῃ, ἂς πίῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖον κρατῶ εἰς τὴν δεξιὰν χεῖρα». Ἐπρόσταξε λοιπὸν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔφεραν ἐκεῖ τὸν Ἅγιον, τούτου δὲ γενομένου τοῦ λέγει· «Τώρα θὰ ἐξαφανισθοῦν καὶ θὰ παύσουν τελείως αἱ τέχναι σου, Γεώργιε». Τοῦτο δὲ εἰπὼν προσέταξε συγχρόνως τὸν Ἅγιον νὰ πίῃ τὸ φάρμακον, τὸ ὁποῖον ἐκράτει ὁ μάγος, εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα. Ὁ δὲ Ἅγιος, χωρὶς, οὐδὲ τὸν παραμικρὸν δισταγμόν, ἔλαβε τοῦτο ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ μάγου καὶ κρατῶν αὐτὸ προσηυχήθη, λέγων· «Κύριε μου Ἰησοῦ Χριστέ, ὅστις ὥρισες ὅτι ἔστω καὶ ἐὰν θανάσιμον δηλητήριον πίουν οἱ δοῦλοι Σοι νὰ μὴ βλάπτωνται, Αὐτὸς κατάπεμψον τὴν δύναμίν Σου ἐπ’ ἐμὲ τὸν ἀνάξιον δοῦλον Σου». Τοῦτο δὲ εἰπὼν ἔπιε τὸ δηλητήριον, Χάριτι ὅμως Χριστοῦ οὐδὲν ἔπαθε.