Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς Διοκλητιανὸς τινὰς ἐκ τῶν στρατιωτῶν καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· «Ἐπειδὴ ὁ ταλαίπωρος Γεώργιος ἐφάνη ἀποστάτης, τοῦ πρόσταγματός μου καὶ ἐρρίφθη εἱς τὸν λάκκον τῆς ἀσβέστου, θέλω νὰ ὑπάγετε νὰ περισυλλέξετε ὅ,τι τυχὸν ἀπέμεινεν ἀπὸ τὰ ὀστᾶ του καὶ νὰ τὰ ἐξαφανίσετε διὰ νὰ μὴ ἀπολαύσουν τίποτε ἀπὸ αὐτὸν οἱ Χριστιανοί». Οἱ δὲ στρατιῶται, κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ βασιλέως, μετέβησαν εἰς τὸν λάκκον τῆς ἀσβέστου, πλῆθος δὲ ἄπειρον ἠκολούθησεν ἵνα ἴδουν τὸ γενόμενον. Ὅταν δὲ ἤρχισαν νὰ ἀναμοχλεύουν τὴν ἄσβεστον, βλέπουν τὸν Ἅγιον ὄρθιον μὲ τὰς χεῖρας ὑψωμένας πρὸς τὸν οὐρανόν, εὐχαριστοῦντα τὸν Θεόν. Εὐθὺς τότε ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀνέκραξαν· «Μέγας ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου!». Μαθὼν δὲ τοῦτο ὁ βασιλεὺς Διοκλητιανός, προσέταξε νὰ φέρουν ἐνώπιόν του τὸν Ἅγιον καὶ τούτου γενομένου τοῦ λέγει· «Πόθεν ἐξέμαθες τὰς τοιαύτας τέχνας, Γεώργιε; Εἰπέ μας σὲ παρακαλῶ. Ἐγὼ πιστεύω ὅτι διὰ νὰ δείξῃς τὰς μαγείας σου προσποιεῖσαι καὶ λέγεις ὅτι εἶσαι Χριστιανός». Ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος· «Ἐγώ, ὦ βασιλεῦ, ἐνόμιζον, ὅτι βλέποντες τὸ θαῦμα τοῦτο θὰ πιστεύσετε εἰς τὸν Χριστόν· ἐπειδὴ δὲ περιεπέσατε εἰς τόσην πλάνην καὶ εἶσθε ἐσκοτισμένοι ψυχικῶς καὶ σωματικῶς, τόσον ὥστε καὶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα βλέπετε μὲ τοὺς ἰδίους ὀφθαλμούς σας νὰ τὰ ὀνομάζετε ἔργα μαγείας καὶ γοητείας, σᾶς λυποῦμαι, διότι εἶσθε πεπλανημένοι καὶ δὲν καταδέχομαι νὰ σᾶς ἀποκριθῶ περισσότερον». Ὁ Διοκλητιανὸς τότε εἶπε· «Τώρα θὰ ἴδω ἂν καὶ εἰς τὴν παρουσίαν μας κάμνῃς τὰς μαγείας σου· δι’ αὐτὸ δὲ τὸ ὁποῖον λέγεις, ὅτι δὲν καταδέχεσαι νὰ ἀποκριθῇς εἰς ἡμᾶς, νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι θέλεις ἀναγκασθῆ νὰ πράξῃς τοῦτο ἐκ τῆς ἀνάγκης».
Ἀμέσως τότε ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεὺς νὰ φέρουν σιδηρᾶ ὑποδήματα ἐντὸς τῶν ὁποίων νὰ ἔχουν τοποθετημένα καρφία, νὰ καύσουν δὲ αὐτὰ ἕως ὅτου πυρακτωθοῦν καὶ κατόπιν νὰ τὰ φορέσουν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, δέροντες δὲ καὶ σπρώχνοντες νὰ τὸν σύρουν εἰς τὴν φυλακήν. Συντόμως λοιπὸν ἐξετελέσθη ὁ ὁρισμὸς τοῦ βασιλέως, ὁ δὲ βασιλεὺς περιγελῶν πάλιν τὸν Ἅγιον ἔλεγεν· «Ἴδε ταχὺς στρατοκόπος ὅπου εἶσαι, Γεώργιε». Βαδίζων δὲ ὁ Γεώργιος ἔλεγε κατὰ μόνας· «Τρέχε, Γεώργιε, τρέχε, ἵνα φθάσῃς πρὸς τὸν ποθούμενον».