Τὸ κατὰ πλάτος Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ τοῦ Τροπαιοφόρου, μεταφρασθὲν εἰς τὴν κοινὴν γλῶσσαν παρὰ τοῦ ἐν Μοναχοῖς ἐλαχίστου Δαμασκηνοῦ τοῦ Ὑποδιακόνου τοῦ Στουδίτου, περιέχον ὁμοῦ καί τινων θαυμάτων διήγησιν.

Μετέβη λοιπὸν εἰς τὸ μαντεῖον αὐτοῦ, ἵνα λάβῃ χρησμὸν δι’ ὑπόθεσίν του καὶ τότε τοῦ εἶπεν ὁ δαίμων, ὅστις κατῴκει εἰς αὐτό, ὅτι οἱ δίκαιοι, οἵτινες εἶναι εἰς τὴν γῆν, τὸν ἐμποδίζουν νὰ εἴπῃ τὴν ἀλήθειαν. Ὁ δὲ μιαρὸς βασιλεύς, ὡς ἐν τῇ πλάνῃ εὑρισκόμενος, μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ἐζήτει νὰ μάθῃ ποῖοι εἶναι οἱ δίκαιοι. Εἷς δὲ ἐκ τῶν ὑπηρετῶν τοῦ μαντείου εἶπεν, ὅτι οἱ δίκαιοι τῆς γῆς εἶναι οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί.

Ὡς ἤκουσε τοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐδαιμονίσθη κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἤρχισε νὰ κάμνῃ σφοδρὸν διωγμὸν κατὰ τούτων. Εὐθὺς τότε ὅσαι φυλακαὶ ἦσαν καὶ ὅσα δικαστήρια καὶ καταγώγια, ὅλα ἐγέμισαν ἀπὸ Χριστιανοὺς καὶ ἄλλους μὲν ἐθανάτωνον ἀμέσως, ἄλλους ἐβασάνιζον καὶ ἄλλους ἐκολάκευον, μήπως καὶ ἐπιτύχουν νὰ στρέψουν τούτους πρὸς τὴν εἰδωλολατρίαν, καθ’ ἑκάστην δὲ σχεδὸν ἐφόνευον καὶ αἱματοκύλιον τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ταῦτα μὲν ἐγίνοντο εἰς τὰς ἄλλας πόλεις καὶ περιοχάς. Οἱ δὲ Χριστιανοί, οἵτινες ἦσαν εἰς τὴν Ἀνατολήν, πλῆθος πολύ, ἐξηγείροντο καὶ ἀνεστανώνοντο. Τότε οἱ αὐθένται καὶ οἱ κριταὶ τῆς Ἀνατολῆς ἔγραψαν γράμματα πρὸς τὸν βασιλέα Διοκλητιανὸν [1] λέγοντες πρὸς αὐτόν, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὰ ἑξῆς· «Ἡμεῖς οἱ δοῦλοι σου, βασιλεῦ, οἱ ἡγεμόνες τῆς Ἀνατολῆς, προσκυνοῦμεν σε. Ἐδῶ εἰς τὴν Ἀνατολὴν εὑρίσκονται πολλοὶ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐναντιοῦνται εἰς τὸν ὁρισμόν σου καὶ δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα· λοιπόν, ἂς ὁρίσῃ ἡ βασιλεία σου νὰ μένῃ καθεὶς εἰς τὴν πίστιν του, διότι ἄλλως δὲν γνωρίζομεν τὶ θὰ γίνῃ».

Λαβὼν ὁ βασιλεὺς τὰ γράμματα ταῦτα, ἐσυλλογίζετο τί νὰ πράξῃ. Μετὰ πολλὴν δὲ σκέψιν ἀπεφάσισε νὰ καλέσῃ τοὺς ἡγεμόνας τῆς Ἀνατολῆς νὰ ἔλθουν, ἵνα συνεννοηθῇ μετ’ ἐκείνων τὶ μέλλει νὰ γίνῃ. Ἔστειλε λοιπὸν διαταγὰς καὶ πολὺ συντόμως συνηθροίσθησαν ὅλοι. Τότε ἐκάθησαν εἰς συνέδριον καὶ εἶπον ὁ καθεὶς τὴν γνώμην του. Μετὰ ταῦτα ὡμίλησε καὶ ὁ βασιλεύς, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· «Ἄλλο τίποτε, φίλοι μου, δὲν εἶναι τιμιώτερον εἰ μὴ τὸ νὰ προσκυνοῦνται οἱ θεοὶ ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Ἐὰν δέ τις εἶναι ἐχθρὸς τῶν θεῶν, νὰ τιμωρῆται σκληρότατα. Ἂν λοιπὸν εἶσθε φίλοι μου καὶ ἐπιθυμῆτε νὰ ἔχετε τὸ ἀξίωμα, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐχάρισα, φροντίσατε καὶ ἀγωνισθῆτε ὅλοι σας εἰς τὸ πῶς θὰ ἐξαφανισθοῦν οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, νὰ πληθύνουν οἱ πιστοὶ λάτραι τῶν εἰδώλων, νὰ τιμηθοῦν οἱ θεοὶ διὰ νὰ δοξασθοῦν καὶ νὰ χαροῦν περισσότερον». Τότε ὅλοι οἱ ἡγεμόνες ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον· «Ἀμήν, βασιλεῦ. Νὰ γίνῃ ὁ ὁρισμός σου».