Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Μάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Πελοποννησίου, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωγ’ (1803).

Διὰ ταῦτα πάντα, μὴ δυνάμενος νὰ ἀναβάλῃ πλέον τὸν καιρόν, ὁ Δημήτριος ἐζήτησε τὴν ἄδειαν ἀπὸ τὸν προρρηθέντα Πνευματικὸν Πατέρα νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Χριστόν, ἐκεῖ ὅπου ἀφρόνως τὸν ἠρνήθη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διὰ νὰ εὕρῃ τὸν αὐταδέλφόν του καὶ νὰ τὸν παρακινήσῃ διὰ λόγων τε καὶ ἔργων εἰς τὸ νὰ ὁμολογήσῃ καὶ ἐκεῖνος τὸν Χριστόν, ἢ τοὐλάχιστον νὰ ἔλθῃ εἰς αἴσθησιν τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἔπραξε καὶ νὰ μετανοήσῃ, διὰ νὰ κάμῃ τὴν πρέπουσαν διόρθωσιν· διότι τὸν ἔτυπτεν ἡ συνείδησις διὰ τὸν λόγον τὸν ὁποῖον τοῦ εἶπε καὶ ἤθελε νὰ διορθώσῃ καὶ τοῦτο τὸ σφάλμα του. Ὁ δὲ Πνευματικός, βλέπων τὸν ἀμετάθετον σκοπόν του καὶ τὸ στερεὸν τῆς γνώμης του, ἐχάρη καθ’ ἑαυτὸν καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξασεν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας. Ἔπειτα συνεβούλευσεν αὐτὸν τὰ δέοντα καὶ ἐπευξάμενος ἐπ’ αὐτοῦ ὁλοψύχως, τὸν ἀπέλυσεν ἐν εἰρήνῃ, ἐγχειρίσας εἰς αὐτὸν καὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἐν Πελοποννήσῳ σεβάσμιον Ἱεροκήρυκα [4], διὰ τῆς ὁποίας παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν νὰ ἀκολουθήσῃ τὰς συμβουλάς του. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ὁ Ἅγιος καὶ εὐοδωθεὶς σὺν Θεῷ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἄργος διὰ νὰ συναντήσῃ τὸν Ἱεροδιδάσκαλον καὶ νὰ τοῦ ἐγχειρίσῃ τὴν ἐπιστολήν. Ἀλλὰ μὴ εὑρὼν αὐτὸν ἐκεῖ, ἔμεινεν εἰς εὐλαβῆ τινα καὶ φιλόξενον Χριστιανόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐφανέρωσε τὸν σκοπόν του καὶ ἔμενε μετ’ αὐτοῦ, ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ εἰρημένος Ἱεροδιδάσκαλος.

Ὁ ἀδελφὸς δὲ ἐκεῖνος, φιλάρετος ὢν, δὲν παρέλειπε νύκτα καὶ ἡμέραν ἀπὸ τοῦ νὰ ἀναγινώσκῃ εἰς αὐτὸν τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» καὶ νὰ τοῦ ἐξάπτῃ ζωηρῶς τὸν ἔρωτα καὶ τὴν προθυμίαν εἰς τὸ Μαρτύριον. Ἀλλὰ τὰς προσευχάς, τὰς νηστείας καὶ τὰ θερμὰ δάκρυα καὶ ὅλην τὴν ἄλλην κακουχίαν ὅπου ὁ Μάρτυς ἔκαμνεν εἰς τὸ Ἄργος, ποία γλῶσσα δύναται νὰ διηγηθῇ ἀξίως καὶ τίς κάλαμος νὰ περιγράψῃ; Αἱ προσευχαί του κατὰ μὲν τὴν νύκτα ἦσαν ὁλονύκτιοι, κατὰ δὲ τὴν ἡμέραν ἀκατάπαυστοι. Ἡ νηστεία του ἦτο παράδοξος, διότι καθὼς μαρτυρεῖ φιλαλήθως ὁ αἰδεσιμώτατος Σακελλάριος Ἱερεὺς Ἀντώνιος [5] μίαν μόνον φορὰν ἀνὰ ὀκτὼ ἡμέρας ἔτρωγεν ὀλίγον τι, κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας κατὰ τὰς ὁποίας εὑρίσκετο εἰς τὸ Ἄργος. Τὰ δάκρυά του ἦσαν πηγὴ ἀέναος, ὁ δὲ πόθος καὶ ἡ προθυμία του διὰ τὸ Μαρτύριον ἐγνωρίζετο καὶ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ταῦτα σημεῖα, ποία ὅμως κάμινος ἢ ποία φλὸξ πυρὸς ἤναπτε μέσα εἱς τὴν καρδίαν του, οὔτε ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ἠδύνατο νὰ τὸ ἐκθέσῃ διὰ λόγων.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Πνευματικὸς οὗτος Πατὴρ εἶναι ὁ πρῶτος γράψας τὸ Μαρτύριον τοῦτο Ἅγιος Μακάριος ὁ Κορίνθου, ὅστις ταπεινοφρονῶν δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του.

[2] Ταῦτα λέγει ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χῖος.

[3] Ὁ πρῶτος Πνευματικός, ὡς ἐσημειώσαμεν ἐν τοῖς προηγουμένοις, ἦτο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πρῴην Κορίνθου Ἅγιος Μακάριος, ὅστις ἐπειδή, ἀφ’ ἧς ἔγινε Μεγαλόσχημος ἔπαυσεν ἐκτελῶν πᾶσαν ἱεροπραξίαν, ἀπέστειλε τὸν Δημήτριον εἰς τὸν δεύτερον τοῦτον Πνευματικόν, ὅστις ἦτο ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χῖος.

[4] Οὗτος ἦτο ὁ Ἱεροδιδάσκαλος Ἡσαΐας περὶ οὗ βλέπε ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 228-230.

[5] Ὁ εὐλαβὴς οὗτος Ἱερεὺς ἐστάθη Πνευματικὸς καὶ σύμβουλος καὶ κατὰ πάντα βοηθὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ἕως τέλους τῆς ἀποτομῆς του, αὐτὸς καὶ τὴν ἁγίαν αὐτοῦ κάραν παρέλαβεν, αὐτὸς καὶ ὀπτασίαν εἶδε περὶ τοῦ Μάρτυρος καὶ ἄλλα τινὰ ἀπεκάλυψεν εἰς τὸν Ἱεροδιδάσκαλον Ἡσαΐαν, τὰ ὁποῖα ἄλλος τις δὲν ἐγνώριζεν, ἐπειδὴ οὗτος ἦτο γνώστης ὅλης τῆς ὑποθέσεως ταύτης. Ταῦτα δὲ πάντα ἔγραψεν ὁ Ἡσαΐας πρὸς τὸν θεῖον Μακάριον.

[6] Ταῦτα καὶ τὰ ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενα γράφει αὐτολεξεὶ εἰς τὴν ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Ἅγιον Μακάριον, τὸν πρῴην Κορίνθου, ὁ Ἱεροδιδάσκαλος Ἡσαΐας (βλ. ὑποσ. σελ. 228-230).

[7] Οὐλεμᾶδες ἐκαλοῦντο ὑπὸ τῶν Τούρκων οἱ ἐγκρατεῖς τοῦ ἱεροῦ αὐτῶν νόμου, οἱ εἰδικῶς πρὸς τοῦτο ἐκπαιδευθέντες.