Διὰ ταῦτα πάντα, μὴ δυνάμενος νὰ ἀναβάλῃ πλέον τὸν καιρόν, ὁ Δημήτριος ἐζήτησε τὴν ἄδειαν ἀπὸ τὸν προρρηθέντα Πνευματικὸν Πατέρα νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Χριστόν, ἐκεῖ ὅπου ἀφρόνως τὸν ἠρνήθη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διὰ νὰ εὕρῃ τὸν αὐταδέλφόν του καὶ νὰ τὸν παρακινήσῃ διὰ λόγων τε καὶ ἔργων εἰς τὸ νὰ ὁμολογήσῃ καὶ ἐκεῖνος τὸν Χριστόν, ἢ τοὐλάχιστον νὰ ἔλθῃ εἰς αἴσθησιν τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἔπραξε καὶ νὰ μετανοήσῃ, διὰ νὰ κάμῃ τὴν πρέπουσαν διόρθωσιν· διότι τὸν ἔτυπτεν ἡ συνείδησις διὰ τὸν λόγον τὸν ὁποῖον τοῦ εἶπε καὶ ἤθελε νὰ διορθώσῃ καὶ τοῦτο τὸ σφάλμα του. Ὁ δὲ Πνευματικός, βλέπων τὸν ἀμετάθετον σκοπόν του καὶ τὸ στερεὸν τῆς γνώμης του, ἐχάρη καθ’ ἑαυτὸν καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξασεν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας. Ἔπειτα συνεβούλευσεν αὐτὸν τὰ δέοντα καὶ ἐπευξάμενος ἐπ’ αὐτοῦ ὁλοψύχως, τὸν ἀπέλυσεν ἐν εἰρήνῃ, ἐγχειρίσας εἰς αὐτὸν καὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἐν Πελοποννήσῳ σεβάσμιον Ἱεροκήρυκα [4], διὰ τῆς ὁποίας παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν νὰ ἀκολουθήσῃ τὰς συμβουλάς του. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ὁ Ἅγιος καὶ εὐοδωθεὶς σὺν Θεῷ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἄργος διὰ νὰ συναντήσῃ τὸν Ἱεροδιδάσκαλον καὶ νὰ τοῦ ἐγχειρίσῃ τὴν ἐπιστολήν. Ἀλλὰ μὴ εὑρὼν αὐτὸν ἐκεῖ, ἔμεινεν εἰς εὐλαβῆ τινα καὶ φιλόξενον Χριστιανόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐφανέρωσε τὸν σκοπόν του καὶ ἔμενε μετ’ αὐτοῦ, ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ εἰρημένος Ἱεροδιδάσκαλος.
Ὁ ἀδελφὸς δὲ ἐκεῖνος, φιλάρετος ὢν, δὲν παρέλειπε νύκτα καὶ ἡμέραν ἀπὸ τοῦ νὰ ἀναγινώσκῃ εἰς αὐτὸν τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» καὶ νὰ τοῦ ἐξάπτῃ ζωηρῶς τὸν ἔρωτα καὶ τὴν προθυμίαν εἰς τὸ Μαρτύριον. Ἀλλὰ τὰς προσευχάς, τὰς νηστείας καὶ τὰ θερμὰ δάκρυα καὶ ὅλην τὴν ἄλλην κακουχίαν ὅπου ὁ Μάρτυς ἔκαμνεν εἰς τὸ Ἄργος, ποία γλῶσσα δύναται νὰ διηγηθῇ ἀξίως καὶ τίς κάλαμος νὰ περιγράψῃ; Αἱ προσευχαί του κατὰ μὲν τὴν νύκτα ἦσαν ὁλονύκτιοι, κατὰ δὲ τὴν ἡμέραν ἀκατάπαυστοι. Ἡ νηστεία του ἦτο παράδοξος, διότι καθὼς μαρτυρεῖ φιλαλήθως ὁ αἰδεσιμώτατος Σακελλάριος Ἱερεὺς Ἀντώνιος [5] μίαν μόνον φορὰν ἀνὰ ὀκτὼ ἡμέρας ἔτρωγεν ὀλίγον τι, κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας κατὰ τὰς ὁποίας εὑρίσκετο εἰς τὸ Ἄργος. Τὰ δάκρυά του ἦσαν πηγὴ ἀέναος, ὁ δὲ πόθος καὶ ἡ προθυμία του διὰ τὸ Μαρτύριον ἐγνωρίζετο καὶ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ταῦτα σημεῖα, ποία ὅμως κάμινος ἢ ποία φλὸξ πυρὸς ἤναπτε μέσα εἱς τὴν καρδίαν του, οὔτε ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ἠδύνατο νὰ τὸ ἐκθέσῃ διὰ λόγων.