Οὕτω λαμπρῶς, ἀδελφοί, ἐδόξασε καὶ δοξάζει ὁ Θεὸς τὸν θεῖον αὑτοῦ Μάρτυρα Δημήτριον, διότι καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀοίδιμος λαμπρῶς ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ καλῶς ἐθεράπευσεν Αὐτὸν μὲ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Μαρτυρίου του καὶ μὲ τὰ θεῖα ἔργα τῆς ὑπερθαυμάστου μετανοίας του, τὴν ὁποίαν, ὡς καὶ τὴν συντριβὴν καὶ τὰ δάκρυα καὶ ὅλα τὰ ἀλλὰ ἔργα τῆς μετανοίας αὐτοῦ, ἄξιον εἶναι καὶ ἡμεῖς νὰ μιμούμεθα διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, μὲ τὰς ὁποίας καθ’ ἑκάστην παραπικραίνομεν καὶ εἰς ἀγανάκτησιν κινοῦμεν τὸν Πλάστην μας. Διὰ τοῦ τρόπου τούτου θέλομεν φανῆ, ὅτι ἐλάβομεν καρπόν τινα ἀπὸ τὴν διήγησιν τοῦ ἱεροῦ τούτου Μαρτυρίου, τὴν ὁποίαν ἠκούσαμεν, ἄλλως ματαία καὶ ἄσκοπος θέλει γίνει δι’ ἡμᾶς ἡ θαυμαστὴ αὕτη διήγησις καὶ ἀνάγνωσις καὶ ὄχι μόνον ματαία, ἀλλὰ καὶ εἰς κατάκρισιν ἡμῶν θέλει ἀποβῆ, διότι καταφρονοῦμεν τὰ καλὰ καὶ δὲν προαιρούμεθα νὰ διορθώσωμεν τὴν διεστραμμένην ζωήν μας καὶ νὰ ἐξιλεώσωμεν τὸν Δεσπότην διὰ τὰ πλήθη τῶν ἀνομιῶν μας μὲ τὴν μετάνοιαν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ κάμνωμεν ἀληθινὴν καὶ τελείαν, διὰ τῶν εὐπροσδέκτων πρεσβειῶν τοῦ καλλινίκου καὶ πανθαυμάστου Νέου Μάρτυρος Δημητρίου. Ἀμήν.