Τί δὲ συνέβη μετὰ ταῦτα; Ἐξῆλθε καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς καὶ ἐκάθησεν ἔξω ἀπὸ τὸ ἐργαστήριον. Μετ’ ὀλίγον ἦλθεν ὁ κατηραμένος Βελῆς ὁ πρῴην αὐθέντης του, ὅστις, ὡς εἶδε τὸν Μάρτυρα καὶ ἐπληροφορήθη τὸν σκοπόν του, ἐπεχείρησε μὲ ἀπειλὰς καὶ μὲ κολακείας πολλὰς νὰ τὸν πλανήσῃ. Βλέπων ὅμως τὴν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασίν του, ὑπεσχέθη νὰ τοῦ δώσῃ ἀργυρᾶ νομίσματα διὰ νὰ φύγῃ εὐθὺς τὴν ὥραν ἐκείνην καὶ ὅπου θέλει ἂς ὑπάγῃ καὶ ἂς εἶναι Χριστιανός. Ὁ δὲ τρισόλβιος Δημήτριος ἄλλο δὲν ἔλεγεν, εἰ μὴ ὅτι· «Εἶμαι Χριστιανός, δὲν φεύγω· ἦλθον νὰ ὁμολογήσω τὴν Πίστιν μου καὶ νὰ χύσω τὸ αἷμα μου διὰ τὸν Χριστόν μου τὸν Ἐσταυρωμένον». Ἐν ᾧ δὲ ταῦτα συνέβαινον, διεδόθη εἱς τοὺς Τούρκους ἡ εἴδησις, ὅτι εἷς Χριστιανός, ὅστις εἶχε τουρκεύσει ἦλθε τώρα καὶ λέγει ὅτι εἶναι καὶ πάλιν Χριστιανὸς καὶ ἀρνεῖται τὴν πίστιν των, τὴν ὁποίαν πρωτύτερα ἐδέχθη.
Εἷς λοιπὸν ἐκ τούτων αἱμοβόρος καὶ σκληροτράχηλος ἐλθὼν εὗρε τὸν Μάρτυρα καθήμενον καὶ τοῦ λέγει· «Σὺ ἤσουν Τοῦρκος· πῶς τώρα φορεῖς Ἑλληνικὰ ἐνδύματα καὶ λέγεις ὅτι εἶσαι Χριστιανὸς;». Εἰς τοῦτον ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Χριστιανὸς ἤμην, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω». Ὅθεν ὁ δυσσεβέστατος ἐκεῖνος ἥρπασε τὸν εὐλογημένον Δημήτριον ὡς ὁ λύκος τὸ ἀρνίον, διὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ πρὸς τὸν ἡγεμόνα· καθ’ ὁδὸν ὅμως τὸν εἰσήγαγεν εἴς τι ἐργαστήριον καὶ ἠρεύνα τὰ ἐνδύματά του, μήπως εἶχε χρήματα διὰ νὰ τοῦ τὰ ἁρπάσῃ. Ὁ δὲ Χριστιανός, ὁ κύριος τοῦ ἐργαστηρίου, μαθὼν τὴν αἰτίαν, εἶπεν εἰς τὸν Ἀγαρηνὸν νὰ τοῦ δώσῃ ἀργυρᾶ νομίσματα καὶ νὰ ἀπολύσῃ τὸν Μάρτυρα. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος διακόψας εἶπε· «Χριστιανέ, ἀδελφέ μου, σὲ εὐχαριστῶ, πλὴν μὴ χάνῃς τὰ χρήματά σου, διότι ἐγὼ διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἦλθον καὶ θέλω νὰ τὸν ἐκπληρώσω». Τότε ὁ θηριόγνωμος ἐκεῖνος ἥρπασε πάλιν τὸν Μάρτυρα καὶ τὸν ὡδήγησεν εἰς τὸν ἐπίτροπον τοῦ ἡγεμόνος, ὅστις ἤρχισε πρῶτον μὲ κολακείας καὶ πολλὰς ὑποσχέσεις, πειρώμενος νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν Μάρτυρα, κατόπιν δὲ τὸν ἠπείλησε καὶ μὲ φρικτὰς τιμωρίας διὰ νὰ τὸν φέρῃ πάλιν εἰς τὴν βδελυρωτάτην θρησκείαν των. Εἰς ταῦτα ὅμως ὁ Μάρτυς ἄλλο δὲν ἀπεκρίνετο εἰ μὴ ὅτι, «Χριστιανὸς ἐγεννήθην, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω. Ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι ὁ ἀληθὴς Θεός. Προσκυνῶ Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».