Λόγος περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Οὐαὶ εἰς ὅσους ἀποστεροῦσι τὸν μισθὸν τοῦ μισθωτοῦ· διότι ὅστις στερεῖ τὸν μισθὸν τοῦ ἐργαζομένου, εἶναι ὅμοιος πρὸς αὐτὸν ὅστις χύνει αἷμα· οὐαὶ εἰς ὅσους κρίνουσιν ἀδίκως, δικαιώνουσι δηλαδὴ τὸν ἀσεβῆ καὶ καταδικάζουσι τὸν δίκαιον· οὐαὶ εἰς ὅσους μιαίνουσι τὴν ἁγίαν Πίστιν μὲ αἵρεσιν, ἢ συναναστρέφονται αἱρετικούς· οὐαὶ εἰς ὅσους ἔχουσι τὸ ἀνόητον πάθος, δηλαδὴ τὸν φθόνον καὶ τὸ μῖσος. Καὶ διατὶ νὰ λέγω πολλὰ καὶ δὲν κόπτω τὸν λόγον ταχέως; Οὐαὶ εἰς ὅσους τύχωσιν εἰς τὰ ἀριστερὰ κατ’ ἐκείνην τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς Κρίσεως· διότι θὰ συγκλονισθῶσι καὶ θὰ χύσωσι πικρὰ δάκρυα, ὅταν θὰ ἀκούσωσι τὴν ὀδυνηρὰν ἐκείνην ἀπόφασιν· «Πορεύσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι» (Ματθ. κε’ 41). Ἄλλοι πάλιν θὰ ἀκούσωσιν ἄλλην λυπηρὰν ἀπόφασιν· «Ἂς ἀποστραφῶσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾍδην» (Ψαλμ. θ’ 18). Ἄλλοι θὰ ἀκούσωσι· «Βέβαια, βέβαια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς γνωρίζω, ἀπομακρύνθητε ἀπ’ ἐμοῦ, διότι εἶσθε ἐργάται τῆς ἀδικίας» (Λουκ ιγ’ 27). Ἄλλοι θὰ ἀκούσωσι, δηλαδὴ οἱ φθονεροί· «Λάβε τὸν σὸν καὶ ὕπαγε» (Ματθ. κ’ 14). Καὶ ποῦ ἆρα θὰ ὑπάγωσι; Θὰ ὑπάγωσιν ἐκεῖ, ὅπου καὶ ὅσοι ἤκουσαν τό, «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον» (Ματθ. κε’ 41). Ἄλλοι θὰ ἀκούσωσιν· «Ἀφοῦ δέσητε τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας, ρίψατέ τον εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον» (Ματθ. κβ’ 13). Ἄλλοι θὰ δεσμευθῶσι καθὼς τὰ ζιζάνια, διὰ νὰ κατακαῶσιν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός».

«Καθὼς δὲ εἶναι πολλοὶ οἱ τρόποι τῆς σωτηρίας, τοιουτοτρόπως εἶναι καὶ πολλαὶ μοναὶ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Καὶ καθὼς εἶναι πολλοὶ τρόποι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν πλημμελημάτων, τοιουτοτρόπως εἶναι καὶ πολλοὶ τρόποι τῶν κολάσεων. Ὅσοι ἔχετε δάκρυα καὶ κατάνυξιν, κλαύσατε μετ’ ἐμοῦ, διότι ἐγώ, ἀδελφοί μου εὐλογημένοι, ἐνεθυμήθην τὸν ἐλεεινὸν ἐκεῖνον χωρισμὸν καὶ δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω. Διότι κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τὴν φοβερὰν ἀποχωρίζονται ἀπ’ ἀλλήλων τὸν ἐλεεινὸν χωρισμὸν καὶ ἀποδημοῦσιν ἕκαστος ἀποδημίαν, ἥτις δὲν ἔχει ἐπιστροφήν. Τίς εἶναι τόσον λιθοκάρδιος, ὥστε δὲν θὰ κλαύσῃ ἀπὸ ἐδῶ διὰ τὴν ὥραν ἐκείνην; Ὅταν ἀποχωρίζωνται Ἐπίσκοποι ἀπὸ συνεπισκόπων, Πρεσβύτεροι ἀπὸ συμπρεσβυτέρων, Διάκονοι ἀπὸ συνδιακόνων καὶ Ὑποδιάκονοι καὶ Ἀναγνῶσται ἀπὸ τοὺς συντρόφους των; Τότε θὰ ἀποχωρισθῶσιν οἱ ποτὲ βασιλεῖς καὶ θὰ κλαύσωσι καὶ θὰ συρθῶσιν ὡς ἀνδράποδα. Τότε θὰ στενάξωσιν οἱ ἄρχοντες καὶ ἄσπλαγχνοι πλούσιοι καὶ στενοχωρούμενοι πανταχόθεν θὰ ζητήσωσι βοήθειαν, ἀλλ’ οὐδεὶς θὰ δυνηθῇ νὰ τοὺς βοηθήσῃ.