Γρηγορεῖτε λοιπόν, διότι εἰς ὥραν τὴν ὁποίαν δὲν ἐλπίζετε, ἔρχεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (Ματθ. κδ’ 42, κε’ 13)· καὶ ἀγωνίζεσθε νὰ εἰσέλθητε διὰ τῆς στενῆς πύλης, ἥτις φέρει εἱς τὴν ζωήν» (Ματθ. ζ’ 13-14).
«Ἀδελφοί μου, ἂς βαδίσωμεν δι’ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ, διὰ νὰ κληρονομήσωμεν αἰώνιον ζωήν· διότι ὅστις βαδίζει εἰς ταύτην, εἶναι φανερόν, ὅτι θέλει κληρονομήσει τὴν αἰώνιον ζωήν· διότι αὕτη ἡ ὁδὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἂν εἶναι ὀλίγοι οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν· ἀλλ’ ἡμεῖς, ἀγαπητοί, ἄς μὴ ἀποτύχωμεν αὐτῆς. Οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν ἂς μὴ βαδίσῃ ἔξω αὐτῆς, διὰ νὰ μὴ ἀπολεσθῇ· καθὼς ὁ Προφήτης λέγει· «Μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας» (Ψαλμ. β’ 12). Ἂς ἀκούσωμεν τὸν Δεσπότην λέγοντα· «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. η’ 12), «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωὴ» (αὐτ. ια’ 25, ιδ’ 6). «Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ θέλει σωθῆ» (αὐτ. ι’ 9), «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς» (αὐτ. ιδ’ 6)· «ὅστις ἀκολουθεῖ ἐμὲ δὲν θέλει προσκόψει, ἀλλὰ θὰ λάβῃ τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (αὐτ. η’ 12). Ταύτην λοιπὸν τὴν μακαρίαν ὁδὸν ἂς βαδίσωμεν, τὴν ὁποίαν ἐβάδισαν πάντες οἱ ποθήσαντες τὸν Χριστόν. Ταύτης τῆς ὁδοῦ τὰ βήματα εἶναι θλιβερά, ἀλλ’ ἡ ἀνάπαυσις εἶναι μακαρία· ταύτης τὰ βήματα εἶναι δύσκολα, ἀλλ’ ἡ ἀνταπόδοσις εἶναι χαρά· ταύτης τὰ βήματα εἶναι στενά, ἀλλὰ τὸ κατάλυμα εἶναι εὑρύχωρον. Ταύτης τὰ βήματα εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πνευματικὴ πτωχεία, ἡ περιφρόνησις τῆς σαρκός, ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, ἡ χαμαικοιτία, ἡ ἀλουσία, ἡ ξηροφαγία, ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, ἡ γυμνότης, ἡ ἐλεημοσύνη, τὰ δάκρυα, τὸ πένθος, ὁ στεναγμός, αἱ γονυκλισίαι, αἱ ἀτιμίαι, οἱ διωγμοί, αἱ ἁρπαγαί, τὰ ραπίσματα, κόποι διὰ τῶν χειρῶν, κίνδυνοι, ἐπιβουλαί, τὸ νὰ λοιδορῆται τις καὶ νὰ ὑπομένῃ, τὸ νὰ μισῆται καὶ νὰ μὴ μισῇ, τὸ νὰ ἀδικῆται καὶ νὰ εὐεργετῇ, τὸ νὰ συγχωρῇ τοὺς σφάλλοντας εἰς αὐτόν, τὸ νὰ θέλγῃ τὴν ψυχὴν τῶν φίλων· τέλος δὲ τὸ νὰ χύσῃ τὸ αἷμά του ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ καιρὸς τὸ ἀπαιτῇ».
«Ὅστις ἔχει τὰ βήματα ταύτης τῆς στενῆς πύλης καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ (Ματθ. ζ’ 14), θέλει λάβει μακαρίαν τὴν ἀνταπόδοσιν, δηλαδὴ τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἥτις δὲν τελειώνει ποτέ. Πλατεῖα δὲ εἶναι ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδός, ἥτις φέρει εἰς τὴν ἀπώλειαν (αὐτ. 13). Ταύτης τὰ βήματα εἶναι πρὸς τὸ παρὸν χαροποιά, ἀλλ’ ἐκεῖ λυπηρά, ἐδῶ γλυκέα, ἐκεῖ δὲ πικρότερα χολῆς· ἐδῶ ἐλαφρά, ἐκεῖ δὲ βαρέα καὶ ἐπώδυνα·