Λόγος εἰς τὴν παραβολὴν τῆς Κυριακῆς τοῦ ΑΣΩΤΟΥ διαλαμβάνων καὶ περὶ Μετανοίας. Δαμασκηνοῦ ὑποδιακόνου καὶ Στουδίτου, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ φιλάνθρωπος Πατὴρ καὶ Θεός, εἶπε πρὸς τοὺς δούλους του· ποίους δούλους; τοὺς ὑπηρέτας τῶν προσταγμάτων του, τοὺς πληρωτὰς τοῦ θελήματός του· τί λοιπὸν τοὺς εἶπεν; Οὗτος ὅστις λέγει ὅτι εἶναι ἀνάξιος τῶν ἀγαθῶν μου, ἂς γίνῃ ἄξιος τῶν δωρεῶν μου· οὗτος, ὅπου κατακρίνει τὸν ἑαυτόν του, ἂς δικαιωθῇ· οὗτος, ὅπου μετανοεῖ διὰ τὰς ἁμαρτίας του, ἂς ἀπολαύσῃ τὰ πρῶτά του ἀγαθά. Ἐκβάλετε τὴν πρώτην του ἐνδυμασίαν καὶ ἐνδύσατε αὐτόν· ἐκβάλετε τὴν ἐνδυμασίαν, ὅπου ὑφαίνεται εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα· ἐκβάλετε τὴν ἐνδυμασίαν ὅπου κατασκευάζεται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· φέρετε τὴν πρώτην του στολήν, ὅπου τελειοῦται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἐνδύσατε αὐτόν. Εἶναι γεγυμνωμένος, ἐνδύσατε αὐτόν, διότι τὸν ἐγύμνωσεν ὁ διάβολος. Ἐνδύσατε αὐτόν, διότι βασιλέα τὸν ἔκαμα εἰς ὅλα μου τὰ ποιήματα καὶ ἀπρεπὲς εἶναι νὰ ἵσταται γυμνός. Στολίσετε αὐτόν, διότι δι’ αὐτὸν ἐστόλισα ἐγὼ τὸν κόσμον. Στολίσετε τὰ μέλη τοῦ ἠγαπημένου μου υἱοῦ, διότι δὲν δύναμαι νὰ τὸν βλέπω γυμνόν. Δὲν ὑπομένω νὰ βλέπω τὴν εἰκόνα μου γυμνὴν καὶ ἄσχημον. Ἰδική μου αἰσχύνη εἶναι τοῦ υἱοῦ μου ἡ αἰσχύνη· ἰδική μου τιμὴ εἶναι τοῦ υἱοῦ μου ἡ τιμή. Διὰ τοῦτο στολίσατε αὐτὸν καὶ βάλετε καὶ δακτυλίδιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ, δηλονότι τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Παναγίου Πνεύματος διὰ νὰ φυλάττεται ἀπ’ αὐτό. Διὰ νὰ βαστᾷ τὴν σφραγῖδα μου, νὰ εἶναι φοβερὸς εἰς ὅλους τοὺς ἐχθρούς του· διὰ νὰ φαίνεται μακρόθεν ποίου Πατρὸς εἶναι υἱός. Δότε του καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, διὰ νὰ μὴ εὕρῃ πάλιν ὁ ὄφις γυμνὴν τὴν πτέρναν του καὶ τὴν δαγκάσῃ· διὰ νὰ δύναται νὰ καταπατῇ τὴν κεφαλὴν τοῦ νοητοῦ δράκοντος, διὰ νὰ συντρίβῃ τὰ κέντρα τοῦ διαβόλου. Δότε του ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, διὰ νὰ περιπατῇ εἰς τὴν βασιλικὴν ὁδόν, διὰ νὰ βαδίζῃ εἰς ἀγαθοποιΐας. Τοὺς γυμνούς του πόδας, ὅπου ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τρέχουν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἁμαρτίας, ὑποδήσετέ τους μὲ ὑποδήματα, διὰ νὰ τρέχουν τώρα εἰς τὴν ὁδὸν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ὤ περισσῆς φιλανθρωπίας Θεοῦ! ὤ πολλῆς εὐσπλαγχνίας Πατρός, ὢ μεγάλης μακροθυμίας Δεσπότου! Πόσον ἔπταισεν ὁ υἱός; Πόσον παρεπίκρανε τὸν πατέρα του μὲ ἔργα, μὲ λόγους, μὲ νοήματα, μὲ νεύματα, μὲ λογισμούς, μὲ ἀσωτίας, μὲ δαιμονικὰ ἔργα καὶ πάλιν διὰ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ εἰπῇ ὅτι ἔσφαλε, τὸν ἐδέχθη ὁ Πατήρ.