Λόγος εἰς τὴν παραβολὴν τῆς Κυριακῆς τοῦ ΑΣΩΤΟΥ διαλαμβάνων καὶ περὶ Μετανοίας. Δαμασκηνοῦ ὑποδιακόνου καὶ Στουδίτου, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

«Πάτερ, ἐὰν μὲ συγχωρῇς νὰ σὲ καλῶ πατέρα, ἐὰν δὲν πταίω καὶ εἰς αὐτὸ τίποτε μὲ τὸ νὰ τολμῶ νὰ σὲ ὀνομάζω πατέρα, ἐὰν δὲν ἀτιμάζω μὲ τὸ ἁμαρτωλόν μου στόμα τὸ γλυκύτατον καὶ τίμιον ὄνομά σου, Πάτερ κατὰ χάριν, καὶ δημιουργὲ κατὰ φύσιν, ἔσφαλα· τί ἄλλο ἔχω νὰ εἴπω; Ὁμολογῶ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον γνωρίζεις, δεικνύων ἐκεῖνο ὅπερ δὲν σὲ λανθάνει. Ἁμαρτωλὸς εἶμαι καὶ τὸ γνωρίζεις· ἔπταισα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔμπροσθέν σου· δὲν τολμῶ νὰ σὲ ἀτενίσω, διότι εἶμαι τετυφλωμένος ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας.

Ἥμαρτον, Πάτερ, εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι εἶναι θρόνος σου· ἔσφαλα ἔμπροσθέν σου, διότι γνωρίζεις τὰς ἀνομίας μου· δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ υἱός σου· μόνος μου γίνομαι ἀπόκληρος. Τὸν ἑαυτόν μου καταδικάζω, τὸν ἑαυτόν μου κατακρίνω· μόνος μου ἀποφασίζομαι, δὲν χρειάζομαι κατήγορον, δὲν χρειάζομαι μάρτυρας. Ἔσωθέν μου μὲ ἐλέγχουν οἱ μάρτυρες· ἡ συνείδησίς μου μὲ κατηγορεῖ, αἱ ἁμαρτίαι μου μὲ καταδικάζουν· αἱ πορνεῖαι, αἱ μοιχεῖαι, οἱ φόνοι, αἱ ἀδικίαι, αἱ πλεονεξίαι, αἱ παρανομίαι, αἱ ἁμαρτίαι, τὰς ὁποίας ἔκαμα ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ μὲ καταισχύνουν.

Καὶ λοιπὸν δὲν εἶμαι ἄξιος, Κύριε, νὰ ὀνομασθῶ υἱός σου· διότι πῶς νὰ δυνηθῶ νὰ ἴδω τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν ἐπὶ τοσοῦτον καιρὸν ἐγκατέλειψα; Μὲ ποίους ὀφθαλμοὺς νὰ ἴδω τὴν φοβερὰν καὶ ἁγίαν σου τράπεζαν, ὅπου ἀπεξενώθην ἀπ’ αὐτήν; Πῶς νὰ ἀκούσω τὰ λόγια τῆς Γραφῆς σου, ὅπου τὰ ὠτία μου εἶναι ἐρρυπωμένα ἀπὸ αἰσχροὺς καὶ κακοὺς λόγους; Πῶς νὰ ἐνατενίσω εἰς τὰ ἅγια βιβλία σου, ὅπου τὰ κατεπάτησα μὲ τὰ ἔργά μου; Πῶς νὰ λάβω τὰ ἄχραντά σου Μυστήρια, ὅπου αἱ χεῖρες μου εἶναι μεμολυσμέναι ἀπὸ ἁμαρτίας; Πῶς νὰ εἰσέλθῃ ὁ Χριστὸς εἰς τὸ στόμα μου, τὸ ὁποῖον ἦτο ἕτοιμον εἰς ὕβρεις, εἰς κατηγορίας, εἰς ὀνειδισμούς, εἰς καταδόσεις, εἰς βλασφημίας, εἰς μωρολογίας, εἰς ἀργολογίας, εἰς ψευδολογίας, εἰς ἐπιορκίας, εἰς ἀσχημολογίας; Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ υἱός σου. Ὅστις εἶναι υἱὸς πονηρός, εἶναι ἀνάξιος Πατρὸς ἀγαθοῦ. Ὅστις ἀγαπᾷ τὰς ἡδονὰς τοῦ κόσμου, στερεῖται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅστις ἀγαπᾷ τὰ θελήματα τοῦ σώματός του, μισεῖ τὸ καλὸν τῆς ψυχῆς του. Ὅστις ὀρέγεται τὰς ἁμαρτίας, ἀποστρέφεται τὰς ἀρετάς. Ἐγὼ εἶμαι ὁ πταίστης εἰς ὅλα· ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ὅστις κατεφρόνησα τὰ ἀγαθὰ καὶ ἐζήτησα τὰ κακά· ὅστις ἐμίσησα τὰς ἀρετὰς καὶ ἠγάπησα τὰς ἁμαρτίας· καὶ λοιπὸν δέξου με ὡς φύσει εὔσπλαγχνος καὶ μακρόθυμος ὅπου εἶσαι».