Λόγος εἰς τὴν παραβολὴν τῆς Κυριακῆς τοῦ ΑΣΩΤΟΥ διαλαμβάνων καὶ περὶ Μετανοίας. Δαμασκηνοῦ ὑποδιακόνου καὶ Στουδίτου, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἐπεθύμει μὲν νὰ χορτάσῃ ἁμαρτίας, ἄλλὰ δὲν τοῦ τὰς ἔδιδε οὐδείς· δηλονότι ὅσας ἁμαρτίας καὶ ἀτυχίας ἠγάπα νὰ κάμνῃ, δὲν τοῦ ἐπέτρεψεν ὁ τόπος καὶ ὁ καιρὸς νὰ τὰς τελειώσῃ. Διότι δὲν εἶναι δυνατόν, ὅσα κακὰ βούλεται ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὰ κάμῃ ὅλα, ἢ ἀπὸ φόβον ἀνθρώπων, ἢ ἀπὸ ἐντροπὴν τοῦ κόσμου, ἢ ἀπὸ ἀναβολὴν τοῦ τόπου, ἢ ἀπὸ ἐμπόδιον τοῦ καιροῦ, ἢ τὸ περισσότερον ἀπὸ φόβον Θεοῦ.

«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών, εἶπε· Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι. Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου, καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐνώπιόν σου· καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ».

Ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν ὁ ἄσωτος δὲν ἠρέσκετο πλέον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ διαβόλου. Ὅθεν ἠβουλήθη νὰ ὑπάγῃ νὰ ὑπηρετῇ τὸν πατέρα του, καὶ εἶπε· «Ἀρκεῖ ὁ καιρὸς τὸν ὁποῖον διῆλθον εἰς ἁμαρτίας· ἀρκεῖ ὁ χρόνος ὅπου διέτριψα εἰς ἀσωτίας. Τώρα ἂς ἐπιστρέψω καλά, ὁπόθεν κακῶς ἐξῆλθον. Ἂς ὑπάγω εἰς τὸν εὔσπλαγχνον πατέρα καὶ Θεόν, ὅστις δὲν θέλει τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ «ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν» (Ἰεζ ιη’ 23). Ἂς προφθάσω εἰς τοὺς οἰκτιρμούς του, ὅτι ἀπὸ πολλοῦ μὲ περιμένει· ἂς ὑπάγω πρὸς τὸν Πατέρα μου, διότι αὐτὸς εἶναι μακρόθυμος, καὶ «μὴ ὀργὴν ἐπάγων καθ’ ἑκάστην ἡμέραν» (Ψαλμ. ζ’ 12)· ἂς ὑπάγω νὰ ταπεινωθῶ, καὶ ἴσως νὰ τιμηθῶ· διότι αὐτὸς ὥρισεν· «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. ιδ’ 11). Ἂς κινήσω νὰ ὑπάγω, διότι λέγει ὁ Προφήτης Μαλαχίας· «Ἐπιστρέψατε πρός με, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς, λέγει Κύριος» (Μαλ. γ’ 7). Ἂς ὑπάγω, καὶ ἂς εἰπῶ, ὅτι ἔσφαλα καὶ αὐτὸ μόνον μὲ ἀρκεῖ διὰ νὰ σωθῶ· ἀρκεῖ μόνον αὐτὸ νὰ δικαιωθῶ.

Ἐπειδὴ Πατέρας μου εἶναι ὁ Πανάγαθος Θεός, δὲν δύναται νὰ μὲ ἀποδιώξῃ· ἐπειδὴ εὔσπλαγχνος εἶναι, ὡς ἀκούσῃ ὅτι ἔσφαλα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ συγχωρήσῃ τὸ πταίσιμόν μου. Δὲν εἶναι δυνατόν, ὡς ἀκούσῃ τὴν ἰδικήν μου φωνήν, νὰ μὴ λησμονήσῃ τὴν ἰδικήν του ὀργήν. Γνωρίζω πόσα δύναται ἡ μετάνοια, γνωρίζω πόσα δύνανται τὰ δάκρυα· πῶς τὸν Μανασσῆν ἔσωσε, πῶς τὸν Ἐζεκίαν ἐπολυχρόνησε, πῶς τὴν πόρνην ἠλέησε, πῶς τὸν Τελώνην ἐδικαίωσε. Γνωρίζω πῶς κάθε ἁμαρτωλὸς τρέχει πρὸς αὐτὸν καὶ συγχωρεῖται· γνωρίζω τὴν ἡμερότητα τοῦ Πατρός μου, θέλει μὲ λυπηθῆ, ἐπειδὴ μετανοῶ καὶ δὲν θέλει μὲ κολάσει, ἂν καὶ ἔσφαλα.