Ἂς ἀφήσωμεν τὰ πολλά, τὰ ὁποῖα ἐξ ἀκοῆς μόνον γνωρίζομεν· ἀλλὰ αὐτό, τὸ ὁποῖον εἴδομεν μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μας καὶ μὲ τὰς χεῖράς μας ἐπιάσαμεν, δὲν εἶναι φανερὸν σημεῖον, ὅτι εἶναι Θεός; Δύνασθε σεῖς νὰ κάμετε τοιοῦτον θαῦμα; Ἠκουσθη Προφήτης θαυματουργός, ὅπως αὐτός; Δὲν εἶναι αὐτὸς φανερὰ Υἱὸς Θεοῦ; Διατί τὸν φθονεῖτε σεῖς; Διατί ζητεῖτε νὰ τὸν φονεύσετε; Διατί θέλετε νὰ τὸν σταυρώσετε; Ἂν ἦτο αὐτὸς ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἤθελε κάμνει τοιαῦτα θαύματα; Ἤθελεν ἐνεργεῖ ὡς Θεός;». Ἐκεῖνοι δὲ πάλιν, οἱ ὁποῖοι εἶχον τὸν φθόνον, φθονερὰ ἤθελεν εἶναι καὶ τὰ λόγια των. Αὐτοὶ ἤθελον εἴπει, ὅτι πλανᾷ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι κατὰ φαντασίαν τὸν ἀνέστησεν, ὅτι εἶναι ἀντίθεος, ὅτι κάμνει σύγχυσιν εἰς τὴν χώραν, ὅτι παρέσυρε τὸ πλῆθος ὅλον μὲ τὸ μέρος του καὶ ἄλλα περισσότερα φθόνου πεπληρωμένα ἤθελον λέγει πρὸς τοὺς Φαρισαίους.
Αὕτη, εὐλογημένοι Χριστιανοί, εἶναι ἡ ὑπόθεσις τῆς σημερινῆς Ἑορτῆς, ὅπως τὴν ἠκούσατε, ὄχι ἐξ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἱεροῦ Εὐαγγελίου· πλὴν ὀλίγους ἀκόμη λόγους ἔχω νὰ εἴπῳ διὰ τὴν ἑορτήν μας καὶ ἀκούσατε καὶ αὐτοὺς μὲ πᾶσαν προθυμίαν, διὰ νὰ λάβετε ἐκ τοῦ Θεοῦ τέλειον τὸν μισθὸν τοῦ κόπου σας.
Ὁ θεῖος οὗτος Λάζαρος, τὸν ὁποῖον ἀνέστησεν ὁ Χριστὸς σήμερον, λέγουν τινὲς τῶν ἱστοριογράφων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἦτο υἱὸς Φαρισαίου τινός, Σίμωνος τὸ ὄνομά του καὶ ὅτι, ὡς μαρτυρεῖ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἦτο ἠγαπημένος πολὺ ἀπὸ τὸν Χριστόν, διὰ τὴν πρᾳότητά του καὶ διὰ τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸς τὸν Χριστόν. Τοῦτον οἱ Ἰουδαῖοι, ὡς φθονεροὶ καὶ ἐπίβουλοι ὅπου ἦσαν, ἀπεφάσισαν μετὰ τὴν ἀνάστασίν του νὰ τὸν φονεύσουν, αὐτὸς δὲ ἔφυγε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν νῆσον Κύπρον. Μετὰ ταῦτα οἱ Ἀπόστολοι τὸν ἐχειροτόνησαν Ἀρχιερέα εἰς πόλιν τινά, ἥτις ὠνομάζετο τῶν Κιτιέων. Λέγεται ἐπίσης ὅτι, ὅταν ἀκόμη ἡ Παναγία ἦτο σωματικῶς εἰς τὴν γῆν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Κύπρον αὐτοπροσώπως καὶ ἔδωσεν εἰς τὸν θεῖον Λάζαρον ἕνα ὠμόφορον, τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἡ Παναγία μόνη της μὲ τὰς χεῖράς της. Ἔζησε δὲ ὁ θεῖος Λάζαρος, μετὰ τὴν ἀνάστασίν του, τριάκοντα χρόνους σωστούς, κατὰ τὸ διάστημα τῶν ὁποίων οὐδέποτε ἐγέλασεν, ἐνθυμούμενος τὸν πικρὸν θάνατον καὶ τὴν φοβερωτάτην κόλασιν. Δὲν διηγήθη δὲ τίποτε ἀπὸ τὰ τοῦ ᾅδου, διὰ δύο, ὅπως φαίνεται, λόγους, ἢ διότι δὲν ἐπέτρεψεν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος νὰ διηγῆται ταῦτα, ἐπειδὴ εἶναι φοβερά, ἢ διότι δὲν εἶδε τίποτε, Θεοῦ οἰκονομίᾳ.