Τὶ δὲ τῆς λέγει ὁ Χριστός; Δὲν σοῦ εἶπα, ὅτι ἂν πιστεύσῃς, θέλεις ἴδει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Δὲν σοῦ εἶπα, ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὅτι εἶμαι Θεός, δύναμαι νὰ ἀναστήσω τὸν ἀδελφόν σου; Ὄχι δὲ μόνον τὸν ἀδελφόν σου, ὅστις βρωμεῖ, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπ’ αἰῶνος νεκρούς, οἵτινες εἶναι μόνον χῶμα, δύναμαι νὰ ἀναστήσω. Δὲν εἶπες μόνη σου, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Πίστευε λοιπὸν μόνον καὶ θέλεις ἴδει τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
«Ἦραν οὖν τὸν λίθον, οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ Σοι, ὅτι ἤκουσάς μου. Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν, ὅτι Σύ με ἀπέστειλας» (αὐτ. 41-42).
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐσήκωσαν τὴν πέτραν, ὕψωσεν ὁ Χριστὸς τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ εἶπε· «Πάτερ μου, εὐχαριστῶ Σε, ὅτι μὲ ἤκουσες, γνωρίζω δὲ ἐγὼ ὅτι πάντοτε μὲ ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸ πλῆθος, τὸ ὁποῖον παρευρίσκεται ἐδῶ, διὰ τοῦτο τὸ εἶπον, διὰ νὰ πιστεύσουν, ὅτι Σὺ μὲ ἀπέστειλας». Προσεύχεται ὁ Χριστὸς διὰ νὰ μᾶς δείξῃ, ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμεθα, ὅταν θέλωμεν νὰ λάβωμεν χάριν τινὰ ἐκ Θεοῦ. Προσεύχεται, οὐχὶ διότι ἔχει ἀνάγκην νὰ ζητῇ τίποτε, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι δοτὴρ τῶν χαρισμάτων, αὐτὸς δίδει εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους τὰ ζητούμενα, ἀλλὰ διὰ νὰ δείξῃ, ὅτι δὲν εἶναι ἀντίθεος. Νὰ φανῇ, ὅτι οὐδὲν πρᾶγμα κάμνει ἀφ’ ἑαυτοῦ· νὰ δείξῃ, ὅτι ἐκ τοῦ Πατρὸς εἶναι ἀπεσταλμένος. Ἐνεργεῖ ὄχι ὡς δοῦλος, ἀλλ’ ὡς Υἱὸς ἠγαπημένος· ὄχι ὡς ξένος, ἀλλ’ ὡς Κύριος γνήσιος καὶ ἴδε τὴν ἀπεριόριστον ἐξουσίαν, τὴν ὁποίαν ἔχει ὡς Θεός.
«Καὶ ταῦτα εἰπών, φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (αὐτ. 43).
Δὲν εἶπε, Λάζαρε, ἀναστήσου, Λάζαρε, σὲ προστάσσω, σήκω· ἀλλά, «Λάζαρε, ἔλα ἔξω», ὡς νὰ μὴ ἦτο ἀποθαμμένος· κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τοῦ ὁμιλεῖ ὁ Χριστός. «Ἔβγα ἔξω ἀπὸ τὸν τάφον, ἄκουσον τὸ πρόσταγμά Μου, ἄκουσον τὸν ὁρισμόν Μου καὶ ἔβγα ἀπὸ τὸν τάφον· ἄφες τὸν τάφον καὶ ἔλα εἰς τὸν κόσμον· ἄφες τὸν ᾅδην καὶ ἔλα εἰς τὴν Βηθανίαν· ἄφες τὴν κόλασιν καὶ ἔλα εἰς τὸν οἶκόν σου· ἄφες τὴν φθορὰν καὶ ἔλα εἰς τὴν ἀνάστασιν· ἄφες τὸν θάνατον καὶ ἔλα εἰς τὴν ζωήν. Λάζαρε, δεῦρο ἔξω, διὰ νὰ γνωρίσῃ ὁ ᾅδης ποῖος εἶμαι ἐγώ, διὰ νὰ ἐννοήσῃ, ὅτι οὐδὲν δύναται νὰ κάμῃ ἔμπροσθέν Μου, διὰ νὰ ἀκούσῃ τὶς εἶναι, ὅστις Σὲ ἀνασταίνει.