Δι’ ἐκεῖνον, ὅστις ἦτο ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του τυφλός, ὁ δὲ Κύριος ἔπτυσεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκαμε πηλὸν καὶ ἤλειψε τοὺς ὀφθαλμούς του, ἔπειτα τὸν ἀπέστειλε νὰ νιφθῇ εἰς τοῦ Σιλωὰμ τὴν κολυμβήθραν, καθὼς τὸ λέγει ὁ αὐτὸς Εὐαγγελιστής, ὅτι· «Παράγων ὁ Ἰησοῦς (ἐκ τοῦ ἱεροῦ), εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς» (Ἰωάν. θ’ 1). Διατί δὲν ἀνέφεραν δι’ ἄλλο θαῦμα, ἀλλὰ μόνον τὸ τοῦ τυφλοῦ; Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν λέγουν τὸ θαῦμα τοῦτο διὰ καλόν, ἀλλὰ δι’ ἐμπαιγμὸν καὶ καταφρόνησιν.
«Ἰησοῦς οὖν πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον. Ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ’ αὐτῷ. Λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον» (αὐτ. 38-39).
Τότε ὁ Ἰησοῦς στενάξας καὶ πάλιν ἐπῆγεν εἰς τὸν τάφον. Ἦτο δὲ ὁ τάφος ἐκεῖνος σπήλαιον, ὑπῆρχε δὲ καὶ πέτρα ἐπάνω τοῦ σπηλαίου. Τότε εἶπεν ὁ Χριστός· «Σηκώσατε τὴν πέτραν αὐτήν». Διατί ὅμως εἶπε τοῦτο; Ὁ Χριστὸς ἔλεγεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους· «Ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε… κἄν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. κα’ 21, Μάρκ. ια’ 23) αὐτὸς δὲ δὲν ἠδύνατο νὰ προστάξῃ τὴν πέτραν, νὰ σηκωθῇ μόνη της, ἀλλὰ ἔλεγεν εἰς ἐκείνους· «Ἐγείρατε αὐτήν;». Ναί, ἠδύνατο ὁ Χριστὸς νὰ κάμῃ καὶ αὐτό· ἔλεγεν ὅμως εἰς ἐκείνους νὰ τὴν ἐγείρουν, διὰ νὰ ἴδουν μόνοι των τὴν ἀλήθειαν, μόνοι των νὰ μαρτυροῦν τὸ θαῦμα, ὅταν τοὺς ἐρωτοῦν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, λέγοντες πρὸς αὐτούς· «Εἴδετε τὸ θαῦμα;». Νὰ λέγουν· «Ναί καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μας τὸ εἴδομεν καὶ μὲ τὰς χεῖράς μας ἐπιάσαμεν τὴν πέτραν». Διὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ Χριστός· «ἄρατε τὸν λίθον».
«Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γαρ ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι, ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;» (αὐτ. 39-40).
Ὅταν εἶπεν ὁ Χριστός, σηκώσετε τὴν πέτραν, εἶπεν ἡ Μάρθα, ἡ ἀδελφὴ τοῦ ἀποθαμμένου Λαζάρου· «Κύριε, ἡ δυσωδία, ἡ ὁποία ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ νεκρόν του σῶμα, εἶναι ἀνυπόφορος, διότι εἶναι τεσσάρων ἡμερῶν». Τί θέλει νὰ εἴπῃ τοῦτο; «Κύριε, εἰπὲ μόνον λόγον νὰ ἀναστηθῇ, εἰπὲ μόνον λόγον νὰ κυλισθῇ ἡ πέτρα ἀφ’ ἑαυτῆς· μὴ πλησιάζῃς ὅμως, διότι βρωμεῖ· μὴ προστάζῃς νὰ σηκώσουν τὴν πέτραν, διότι κανεὶς δὲν τολμᾷ νὰ τὴν σηκώσῃ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν δυσωδίαν».