Εἰς μίαν λοιπὸν Σύνοδον δυτικὴν Ἐπίσκοπός τις Ποτάμιος ὀνομαζόμενος, σεβάσμιος εἰς τὴν ἡλικίαν, περιβόητος εἰς τὴν ἀρετήν, ἐξαίρετος ζηλωτὴς τῆς σωφροσύνης, ἐγένετο αἰτία νὰ διατυπωθῇ Κανὼν ἐναντίον ἐκείνων, οἵτινες ἤθελον περιπέσει εἰς σαρκικὰ ἁμαρτήματα. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὸν ἐν λόγῳ Κανόνα, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, περιέπεσεν εἰς τὸ ἁμάρτημα αὐτὸς ὁ ἴδιος. Ἔπεσεν, ἀλλ’ ἐσηκώθη· ἐγνώρισε τὸ σφάλμα του καὶ ἀπεφάσισε νὰ κάμῃ τὴν ἐξομολόγησίν του τοιουτοτρόπως. Κατὰ τὸν ἐπόμενον χρόνον ἔγινε καὶ πάλιν Σύνοδος, εἰς τὴν ὁποίαν συνήχθησαν πεντήκοντα Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς, Μοναχοὶ καὶ Διδάσκαλοι ἀρκετοί, ἦτο δὲ Πρόεδρος τῆς Συνόδου ταύτης αὐτὸς οὗτος ὁ Ποτάμιος. Κατὰ τὴν Σύνοδον λοιπὸν ταύτην ὁ Ποτάμιος ᾐσθάνετο μέσα εἰς τὴν καρδίαν του νὰ πολεμοῦν δύο ἐνάντια πάθη, ἐντροπὴ καὶ συντριβή· «Ποτάμιε, τοῦ ἔλεγεν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡ ἐντροπή, τί θέλεις νὰ κάμῃς;». «Ποτάμιε, ἀπεκρίνετο ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ συντριβή, τί ἀναμένεις; ἀκόμη νὰ κάμῃς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀπεφάσισες;». «Δὲν ἐντρέπεσαι τοὺς ἀνθρώπους;» ἔλεγεν ἡ ἐντροπή· «Ἀλλὰ σὺ δὲν ἐντράπης οὔτε τὸν Θεόν», ἔλεγεν ἡ συντριβή! «Τὸ σφάλμα σου εἶναι κρυφὸν καὶ ἠμπορεῖ νὰ διορθωθῇ μὲ μίαν κρυφὴν ἐξομολόγησιν». «Ἀλλ’ ἀφ’ οὗ εἶναι φανερὸν εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Θεοῦ, τί σὲ μέλει, ἂν γίνῃ φανερὸν καὶ εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων;». «Ἐνθυμήσου ὅτι εἶσαι Ἀρχιερεὺς καὶ θέλεις δώσει εἰς τὸν κόσμον μέγα σκάνδαλον». «Ἐνθυμήσου ὅτι εἶσαι Ἀρχιερεὺς καὶ πρέπει νὰ δώσῃς εἰς τὸν κόσμον ἕνα μέγα παράδειγμα». «Ποτάμιε, συλλογίσου»· «Ποτάμιε, μὴ χάνῃς καιρόν». Ἐνίκησεν ἡ συντριβή, παρεμέρισεν ἡ ἐντροπή· καὶ ὁ Ποτάμιος σηκώνεται ἀπὸ τὸν θρόνον του καὶ λέγων μὲ τὸν Δαβίδ· «τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα καὶ τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα» (Ψαλμ. λα’ 5), παρίσταται εἰς τὸ μέσον τῆς Συνόδου καὶ εἰς ἐπήκοον πάντων ἐξομολογεῖται φανερὰ τὴν ἁμαρτίαν του.
Ἐθαύμασαν καὶ ἐξέστησαν διὰ τὴν τοιαύτην ἐξομολόγησιν οἱ ἀποτελοῦντες τὴν Σύνοδον. Πιστεύω ὅτι ἐθαύμασαν καὶ ἐπανηγύρισαν διὰ τὴν ἐξομολόγησίν του καὶ οἱ Ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ. Καιροί, οἱ ὁποῖοι εἴδετε τὸ τοιοῦτον παράδειγμα, ποῦ εἶσθε; Φθάνει! Ὕστερον ἀπὸ ἕνα τοιοῦτον παράδειγμα ἑνὸς Ἀρχιερέως, ὅστις δὲν ἐντράπη νὰ ἐξομολογηθῇ φανερὰ τὴν ἁμαρτίαν του εἰς μίαν Σύνοδον, ἐντρέπεσαι σὺ νὰ ἐξομολογηθῇς κρυφὰ τὴν ἁμαρτίαν του πρὸς ἕνα συνάδελφον Ἱερέα; Ὄχι, ἀδελφὲ χωρὶς ἐντροπὴν εἰπὲ θαρρετὰ τὴν ἁμαρτίαν σου· χωρὶς πρόφασιν εἰπέ, ὅτι οὐδεὶς ἄλλος εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας σου παρὰ μόνον ἡ κακή σου προαίρεσις.