Οὕτως ἔκαμαν, ἄφηκαν τὴν ἔχθραν τους εἰς τὰ σύνορα, ἔκαμαν ὁμοφώνως τὴν ὑπόθεσιν τῆς πατρίδος καὶ πάλιν, ὅταν ἐπέστρεψαν, τὴν ἐξαναπῆραν καὶ ἔμειναν ὅπως καὶ πρῶτα ἐχθροί.
Οὕτω κάνουσι καὶ δύο Χριστιανοί, ἐχθροὶ θανάσιμοι καὶ ἀσύμφωνοι εἰς ὅλα, ὅταν ἔλθῃ καιρὸς νὰ ἐξομολογηθῶσι· ἀφήνουσι τὴν ἔχθραν· ἀλλὰ ποῦ; Εἰς τὴν θύραν τῆς Ἐκκλησίας ἐκ συμφώνου μεταλαμβάνουσι, παίρνοντες μεταξύ των συγχώρησιν· καὶ πάλιν ὅταν ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἐκεῖθεν ἀπὸ τὴν θύραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀφῆκαν τὴν ἔχθραν των, τὴν ξαναπαίρνουσι καὶ ἀποκαθίστανται ὅπως καὶ πρῶτα ἐχθροί. Ὑπῆρξεν ἐκείνη ἐξομολόγησις; Ὄχι βέβαια, ἀλλ’ ἀργολογία. Ἄλλο· ἔχεις φιλίαν τινὰ καὶ ἀγάπην μὲ κάποια πρόσωπα· ἄφες αὐτὴν διὰ πάντα, ἀρνήσου την διὰ πάντα. Διότι δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀγαπᾷς ὁμοῦ τὴν πόρνην καὶ τὸν Θεόν. Φιλόσοφός τις ἐπῆγε μίαν φορὰν νὰ ταξιδεύσῃ. Κατὰ τὸ ταξίδιον ἠκολούθησε ζάλη φοβερὰ ἐκ τῆς θαλάσσης καὶ ἐκινδύνευσε νὰ πνιγῇ· διεσώθη παραδόξως· ἦλθεν εἰς τὸν οἶκον του· ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ ἓν ταράθυρον ἔβλεπε τὴν θάλασσαν, τὸ ἔκλεισε μὲ τοῖχον, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ ἀφορμὴν βλέπων τὴν θάλασσαν νὰ ἐπιθυμήσῃ καὶ πάλιν νὰ ταξειδεύσῃ. Ἄχ, Χριστιανέ! Πόσας φορὰς ἐκινδύνευσες νὰ χάσῃς καὶ τὴν ζωήν σου καὶ τὴν ψυχήν σου μὲ τὴν πικρὰν ἐκείνην ἀγάπην! Διέφυγες; Φύγε λοιπὸν τὴν ἀφορμήν, μὴ διαβῇς πλέον ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὁδόν, μὴ εἰσέλθῃς πλέον μέσα εἰς ἐκείνην τὴν θύραν, μὴ ἴδῃς πλέον ἐκεῖνο τὸ παράθυρον, κλεῖσε καλὰ τοὺς ὀφθαλμούς σου, διὰ νὰ μὴ εἰσέλθῃ πάλιν ὁ ὄφις εἰς τὴν καρδίαν σου· ἀλλέως ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἔκαμες, δὲν ἦτο ἐξομολόγησις, ἦτο ἀργολογία.
Ἂς εἴπωμεν ὅμως καὶ τὸ τελευταῖον. Ἔχεις εἰς τὰς χεῖρας σου ξένον πρᾶγμα; Ἀδίκησες τινά; Ἐπίστρεψε αὐτὸ ἀμέσως, διότι ἀδύνατον εἶναι νὰ λάβῃς συγχώρησιν. Ὄχι εἷς Πνευματικός, ἁπλοῦς Ἰερεύς, ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης καὶ μία ὁλόκληρος Σύνοδος καὶ ὅλοι οἱ Ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ δὲν ἔχουν ἐξουσίαν νὰ σὲ συγχωρήσωσιν, ἂν δὲν τὸ ἐπιστρέψῃς. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς (διὰ νὰ εἴπω οὕτω) δὲν δύναται νὰ σὲ συγχωρήσῃ, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι δίκαιος, μάλιστα δὲ αὐτὴ αὕτη ἡ δικαιοσύνη. Ὅθεν δὲν δύναται νὰ θελήσῃ τὸ ἄδικον ὄχι, ὁ δεσμὸς τῆς ἀδικίας εἶναι ἄλυτος. Ἀπέθανεν εἷς ἄνθρωπος ὑπανδρευμένος, ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ κάμῃ ἓν θαῦμα καὶ τὸν ἀνέστησεν· ἡ γυνή του τὸν ζητεῖ καὶ πάλιν δι’ ἄνδρα της, ἐκεῖνος δὲν τὴν θέλει· ἔρχονται καὶ οἱ δύο εἰς τὴν κρίσιν τῆς Ἐκκλησίας.