Διδαχὴ εἰς τὴν Δ’ ΚΥΡΙΑΚΗΝ τῶν ΝΗΣΤΕΙΩΝ περὶ Εξομολογήσεως, Ἠλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διωρθωμένη κατὰ τὴν φράσιν.

Ὁ Πνευματικὸς λοιπόν, ἀφοῦ δὲν εἶναι ἐπίτροπος τοῦ πτωχοῦ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σὲ συγχωρήσῃ διὰ τὸ πρᾶγμα τοῦ πτωχοῦ. Ἀλλ’ ἐγὼ δίδω τόσα σαρανταλείτουργα, τόσα δῶρα εἰς τὰ Μοναστήρια. Νομίζεις ὅμως μὲ τοῦτο ὅτι συγχωρεῖσαι; Σιώπα· οὐδεὶς νόμος οὔτε ἀνθρώπινος, οὔτε θεῖος θέλει, ὅτι νὰ ἠμπορῇ νὰ χαρίζῃ τις τὸ ξένον πρᾶγμα. Τὸ πρᾶγμα τοῦ πτωχοῦ, τὸ ὁποῖον κρατεῖς, εἶναι ξένον· λοιπὸν τίς ἠμπορεῖ νὰ σοῦ τὸ χαρίσῃ; Ἂν εἶναι μῦθος ὁ δεκάλογος, ὅστις προστάζει ὄχι μόνον νὰ μὴ παίρνωμεν τὸ ξένον πρᾶγμα, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ τὸ ἐπιθυμοῦμεν, τότε ἔχεις δίκαιον· τότε ὁ Πνευματικός σου, ὅστις τὸ συγχωρεῖ καὶ παίρνει τὸ μερίδιόν του, εἶναι εἷς φρόνιμος ἄνθρωπος καὶ γνωρίζει τὴν ἐργασίαν του, ἐγὼ δὲ εἶμαι ψεύστης· ἀλλ’ ἂν ὁ δεκάλογος εἶναι λόγοι Θεοῦ ἀψευδέστατοι, σὺ εἶσαι ἀσυγχώρητος, ὁ Πνευματικός σου πλάνος καὶ ἐγὼ λέγω τὴν ἀλήθειαν.

Ὄχι, ὄχι, ἀδελφέ· θέλεις νὰ κάμῃς μίαν ἀληθινὴν καὶ τελείαν ἐξομολόγησιν; Πρῶτον, πρὶν νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸν Πνευματικόν, ἐξέτασε τὴν συνείδησιν σου· δεύτερον, ὅταν εἶσαι μὲ τὸν Πνευματικόν, ἐξομολογήσου χωρὶς ἐντροπὴν καὶ πρόφασιν· καὶ τρίτον, ὅταν ἀναχωρήσῃς ἀπὸ τὸν Πνευματικόν, διορθώσου, κάμε τὸν κανόνα σου, συγχώρησε τὸν ἐχθρόν σου, ἄφησε τὰς σατανικὰς ἀγάπας σου, πλήρωσε τὰς ἀδικίας σου καὶ τότε εἶσαι ἀληθινὰ καὶ τέλεια συγκεχωρημένος καὶ τότε διώκεται τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν. Πνεῦμα Ἅγιον, αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐκήρυξα σήμερον, τὰ ὁποῖα εἶναι ὅλα λόγοι τῆς ἀληθείας σου, κάμε μὲ τὴν θείαν σου Χάριν νὰ τὰ καταλάβω ἐγὼ πρῶτος, ὅστις τὰ εἶπον καὶ ἔπειτα ὅλοι ἐκεῖνοι, οἵτινες τὰ ἤκουσαν.

Μέρος Δεύτερον

ΗΚΟΥΣΑΤΕ, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ἡ ἀληθινὴ καὶ τελεία ἐξομολόγησις· ἂν μὲ ἐρωτᾶτε πότε πρέπει νὰ γίνεται, σᾶς ἀποκρίνομαι. Εἷς ἁβροδίαιτος ἄνθρωπος ἠρώτησε μίαν φορὰν τὸν Διογένην πότε πρέπει τις νὰ τρώγῃ, εἰς ποίαν ὥραν δηλαδὴ τῆς ἡμέρας. Ἐκεῖνος δὲ τοῦ ἀπεκρίθη μὲ τὴν συνηθισμένην του ἀστειότητα· «Ἄν εἶναι πλούσιος, ὅταν θέλῃ, ἂν εἶναι πτωχός, ὅταν ἔχῃ». Μὲ τοῦτο ἠθέλησε νὰ τοῦ εἴπῃ, ὅτι ἡ ὥρα εἶναι ἀδιόριστος. Πότε πρέπει νὰ ἐξομολογῆται ἕνας Χριστιανός; Ἀποκρίνομαι· «Ἂν εἶναι γέρων σήμερον· ἄν εἶναι νέος αὔριον». Ἀλλὰ δὲν λέγω καλῶς· ἢ γέρων, ἢ νέος, πρέπει νὰ ἐξομολογῆται τὸ γρηγορώτερον.