Μὲ τοιαύτην διάθεσιν καὶ ἑτοιμασίαν πήγαινε πρὸς τὸν Πνευματικὸν νὰ ἐξομολογηθῇς, βέβαιος ὅτι θέλεις λάβει τὴν συγχώρησιν, διότι «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’ 19). Ἐν ὀλίγοις· θέλεις νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸν Πνευματικόν; μὴ φέρῃς, ὅπως ὁ Ἰούδας, λόγους μόνον καὶ ἀργύρια· φέρε ὅπως ὁ Πέτρος ἔργα καὶ δάκρυα. Ὅταν δὲ φθάσῃς εἰς τὸν Πνευματικόν, τότε πρέπει νὰ φυλάξῃς ἐπιμελῶς δύο πράγματα· πρῶτον, ἡ ἐξομολόγησίς σου νὰ εἶναι χωρὶς ἐντροπὴν καὶ δεύτερον νὰ εἶναι χωρὶς πρόφασιν. Χωρὶς ἐντροπὴν πρέπει νὰ εἶναι, διότι ἐγὼ γνωρίζω, ὅτι εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ὅλοι ζῶμεν μὲ μίαν ὑπόκρισιν φαρισαϊκήν. Ἄλλοι εἴμεθα καὶ ἄλλοι θέλομεν νὰ φαινώμεθα. Ἐντεῦθεν γεννᾶται ἡ ἐντροπή, τὴν ὁποίαν ἔχομεν εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, τὸ νὰ ἐντρεπώμεθα δηλαδὴ νὰ φανερωθῶμεν ἁμαρτωλοὶ ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐνώπιον τοῦ κόσμου θέλομεν νὰ φαινώμεθα ἅγιοι. Χωρὶς δὲ πρόφασιν λέγω, ὅτι πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐξομολόγησις, διότι ἐγὼ γνωρίζω, δυστυχῶς, ὅτι, ὅταν ἐρχώμεθα εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, ἂν φανερώσωμεν τὰ σφάλματά μας, εὐθὺς τὰ μετασχηματίζομεν· ὁμολογοῦμεν ὅτι ἐπταίσαμεν, ἀλλ’ εὐθὺς κάνομεν τὴν ἀπολογίαν· καὶ τὸ χειρότερον, πολλάκις, διὰ τὰ κακὰ τὰ ὁποῖα ἐκάμαμεν, ρίπτομεν εἰς ἄλλους τὴν εὐθύνην· καὶ ἀντὶ νὰ κατηγορήσωμεν τὸν ἑαυτόν μας, κατηγοροῦμεν τοὺς ἄλλους καὶ αὐτὴ εἶναι ἁμαρτία προπατορική.
Ἔσφαλαν οἱ Προπάτορες, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα· παρέβησαν τὴν θείαν ἐντολὴν καὶ ἔφαγον ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως. Τοὺς καλεῖ ὁ Θεὸς εἰς ἀπολογίαν· «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». «Εὔα τί ἐποίησας;». Ἄ! καὶ ἄν ἤθελον ὁμολογήσει θαρρετὰ τὸ σφάλμα των! Ἄ! καὶ νὰ εἶχεν εἴπει ὁ Ἀδάμ· «Ἥμαρτον, Θεέ μου». Ἄ! καὶ νὰ εἶχεν εἴπει ἡ Εὔα, «Ἥμαρτον, ποιητά μου». Ἀλλὰ δὲν εἶπον οὕτω, ἐπειδὴ τοὺς ἠμπόδισεν ἡ ἐντροπὴ καὶ ἡ πρόφασις· ἐντράπησαν καὶ ἐκρύβησαν. «Καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὑτοῦ, ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γεν. γ’ 8). Ἐπροφασίσθησαν, ἐπιρρίπτοντες ὁ εἷς εἰς τὸν ἄλλον τὸ πταίσιμον. «Ἐγώ, ἀπελογήθη ὁ Ἀδάμ, δὲν ἤμουν ἀφορμή· ἀφορμὴ ἦτο ἡ γυνή, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔδωκες». «Ἡ γυνή, ἣν δέδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὐτή μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγον» (αὐτ. 12). «Ἐγώ, ἀπεκρίθη ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ Εὔα, δὲν ἔπταισα μὲ ἐπλάνησεν ὁ ὄφις». «Ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον» (αὐτ. 13). Καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἐξωρίσθησαν (ἀλλοίμονον!) ἀπὸ τὸν Παράδεισον, παίρνοντες μαζί των τὴν θείαν κατάραν.