Μεγάλη στενοχωρία εἶναι καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· τρεῖς μῆνας νὰ μὲ κυνηγοῦσιν οἱ ἐχθροί μου (οὕτω συλλογίζεται ὁ Δαβὶδ) καὶ ἂν πέσω εἰς τὰς χεῖρας των; Τρεῖς χρόνους πεῖνα ἢ τρεῖς ἡμέρας θανατικόν! Καὶ πάλιν νὰ πέσω εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ; Δὲν γνωρίζω τί νὰ ἀποφασίσω· «Στενά μοι πανταχόθεν». Καὶ ἂν ἁμαρτήσω (οὕτω συλλογίζεται ἡ Σωσάννα) ἐγὼ πίπτω εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ! Καὶ ἄν δὲν ἁμαρτήσω, πίπτω εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων! Δὲν ἠξεύρω τί νὰ εἴπω· «Στενά μοι πανταχόθεν». Ἀλλ’ ἐγὼ ἀπεφάσισα (λέγει ὁ Δαβίδ)· ἀντὶ νὰ μὲ κυνηγοῦσιν οἱ ἐχθροί μου, ἂς μοῦ πέμψῃ ὁ Θεὸς τὸ θανατικόν. Εὐχαριστοῦμαι νὰ ἔχω νὰ κάμω μὲ τὸν Κριτήν μου καὶ ὄχι μὲ τοὺς ἐχθρούς μου· «Ἐμπεσοῦμαι δὴ εἰς χεῖρας Κυρίου… εἰς δὲ χεῖρας ἀνθρώπων οὐ μὴ ἐμπέσω» (Β’ Βασ. κδ’ 14). Προτιμῶ καλλίτερον νὰ πέσω εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, παρὰ εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων. Ἀπεφάσισα καὶ ἐγὼ (λέγει ἡ Σωσάννα), ἂς μὲ συκοφαντήσωσιν εἰς τὸν ἄνδρα μου, ἂς μὲ λιθοβολήση ὁ λαός, δὲν ἁμαρτάνω· «Αἱρετώτερόν μοι ἐστὶ μὴ πράξασαν ἐμπεσεῖν εἰς τὰς χεῖρας ὑμῶν ἢ ἁμαρτεῖν ἐνώπιον Κυρίου» (ἔνθ. ἀνωτ. 23). Προτιμῶ καλλίτερον νὰ πέσω εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων, παρὰ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλ’ αὐτοὶ οἱ δύο δὲν λέγουσι τὰ ἐναντία; Ναί· ἀλλὰ καὶ οἱ δύο λέγουσι καλά. Ἡ Σωσάννα λέγει, πῶς καλλίτερον ἔχει νὰ πέσῃ εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων, παρὰ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ. Πότε τὸ λέγει; πρὶν νὰ ἁμαρτήσῃ. Καὶ λοιπὸν πρὶν νὰ κάμῃ τις τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἶναι ἀκόμη ἄπταιστος καὶ καθαρός, χιλίας φορὰς καλλίτερον εἶναι νὰ πέσῃ εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων, ἤτοι νὰ τὸν συκοφαντήσωσι, νὰ τὸν λιθοβολήσωσι, παρὰ κάμνων τὴν ἁμαρτίαν νὰ πέσῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, ἤτοι νὰ τὸν ὑβρίσῃ καὶ νὰ τὸν παροργίσῃ καὶ νὰ τὸν κάμῃ ἐχθρόν. Δὲν εἶναι πρᾶγμα φοβερὸν μὴ ἁμαρτάνων νὰ πέσῃ εἰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες, ἐπὶ τέλους, δὲν ἔχουσιν ἄλλην δύναμιν, παρὰ νὰ θανατώσωσι τὸ σῶμα καὶ ὄχι τὴν ψυχήν. Ὅθεν λέγει ὁ Χριστός· «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι’ 28). Φοβερὸν δὲ πρᾶγμα (λέγει ὁ Παῦλος) εἶναι ἁμαρτάνων νὰ πέσῃ τις εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ· «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. ι’ 21), ὅστις δύναται νὰ θανατώσῃ καὶ τὸ σῶμα μὲ θάνατον πρόσκαιρον καὶ τὴν ψυχὴν μὲ θάνατον αἰώνιον.