Τί ἔκαμεν ὁ Πέτρος; «Ἐξελθὼν ἔξω, λέγει ἡ Γραφὴ (ἔνθ’ ἀνωτέρω), ἔκλαυσε πικρῶς». Πρῶτον, λοιπόν, ἔσπευσε νὰ ἐξέλθῃ ἁπὸ τὸν ἀφωρισμένον οἶκον τοῦ Ἀρχιερέως ἐκείνου, εἰς τὸν ὁποῖον ἠρνήθη τὸν Χριστόν, τὸν θεῖον Διδάσκαλον· «ἐξελθὼν ἔξω». Καὶ σὺ λοιπόν, ὅταν θέλῃς οἶκον, ὅπου, διὰ τὴν ἀγάπην μιᾶς πόρνης, ἠρνήθης ὄχι τρεῖς φοράς, ἀλλὰ ἀρνεῖσαι καθημερινῶς τὸν Θεόν. Ἔξελθε δὲ ὄχι μόνον μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν νοῦν καὶ μὲ τὴν καρδίαν· «ἐξελθὼν ἔξω».
Ὁ Πέτρος «ἐξελθὼν ἔξω» ἐχωρίσθη ἀπὸ τὴν συντροφίαν τῶν ἀσεβῶν ἐκείνων στρατιωτῶν καὶ ὑπηρετῶν, οἱ ὁποῖοι συνέλαβον τὸν Χριστόν, καὶ σὺ «ἐξελθὼν ἔξω» χωρίσου ἀπὸ ἐκείνας τὰ κακὰς συντροφίας, ἀπὸ ἐκείνας τὰς διεστραμμένας συναναστροφάς, ἀπὸ ἐκείνας τὰς ὁδοὺς τῆς ἀπωλείας, εἰς τὰς ὁποίας ἔζησες ἕως τώρα ἄσωτος. Ὁ Πέτρος παρεμέρισε καὶ μένων μόνος ἐστοχάσθη καλῶς τὸ μέγα κακόν, τὸ ὁποῖον ἔκαμεν· ἐπόνεσεν, ἐκατανύχθη καὶ κατόπιν «ἔκλαυσε πικρῶς», ὅπερ θέλει νὰ εἰπῇ, ὅτι δὲν ἔχυσε μόνον δύο δάκρυα, ἀλλ’ ἔλυσεν εἰς δάκρυα τὴν καρδίαν· «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς». Καὶ σὺ λοιπόν, ὅστις συνηθίζεις νὰ πηγαίνῃς εἰς τὸν Πνευματικὸν χωρὶς καμμίαν προετοιμασίαν, ἀποσύρθητι πρῶτον μίαν ὥραν, ἄφησε κάθε ἄλλην φροντίδα, συγκέντρωσε τοὺς ἐσκορπισμένους λογισμούς σου, κάμε ὀλίγην προσευχὴν καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸν νὰ σὲ φωτίσῃ, νὰ ἐνθυμηθῇς τὰς ἁμαρτίας σου καὶ ἐὰν γνωρίζῃς ὅτι δὲν ἐνθυμεῖσαι καλῶς, γράψε αὐτὰς εἰς μικρὸν χάρτην. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μοναστηρίου του πτυχίον μικρὸν ἐν τῇ ζώνῃ κρεμάμενον εἶχον, ἐν ᾧ ἐσημείουν τοὺς καθ’ ἑκάστην λογισμοὺς καὶ τῷ Προεστῶτι ἐξήγγελλον. Βάλε ἐπίσης ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου τὰς δέκα ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδὲ ποίαν ἐξ αὐτῶν παρέβης· βάλε τὰ ἑπτὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα καὶ στοχάσου ποῖον ἐξ αὐτῶν ἔκαμες· ἐξέτασον καλῶς τὴν συνείδησίν σου, εἰς τὶ ἔπταισες μὲ τὸν νοῦν, μὲ τὸν λόγον, μὲ τὰ ἔργα· εἰς τὶ ἔσφαλες εἰς τὸν Θεόν, εἰς τὸν πλησίον καὶ εἰς τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν σου.
Ἂν ἔχῃς ἔχθραν μετά τινος, συγχώρησέ τον ἐξ ὅλης σου τῆς ψυχῆς· ἂν ἔχῃς ξένον πρᾶγμα, ἐπίστρεψέ το· ἂν ἔθιξες τινὸς τὴν τιμήν, διόρθωσον τὸ κακόν, τὸ ὁποῖον ἔκαμες. Πόνεσε, κατανύξου, ἀναστέναξε καὶ κλαῦσε πικρά. Ἐπάνω εἰς ὅλα κατηγόρησε τὸν ἑαυτόν σου. Κατάργησον τὰς πρώτας σου ἁμαρτίας, ἀποφάσισε μὲ στερεὰν γνώμην νὰ μὴ τὰς κάμῃς ἄλλην φοράν.