Διδαχὴ εἰς τὴν Δ’ ΚΥΡΙΑΚΗΝ τῶν ΝΗΣΤΕΙΩΝ περὶ Εξομολογήσεως, Ἠλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διωρθωμένη κατὰ τὴν φράσιν.

Ὑπάγει νὰ ἐξομοληγηθῇ εἷς Χριστιανός, μία Χριστιανή, τοὺς ἐξετάζει ὁ Πνευματικός· «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;» «Εὔα τί ἐποίησας;». Ἐντρέπονται, κρύβονται· ἄλλα τὰ λέγουν περικεκομμένα, ἄλλα τὰ ἀποσιωποῦν τελείως. Ἀλλὰ ὅστις κρύπτει τὴν ἁμαρτίαν του (λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὸ στόμα τοῦ Σολομῶντος) δὲν θέλει λάβει κανένα καλόν· «Ὁ κρύπτων τὴν ἑαυτοῦ ἁμαρτίαν, οὐ χρησιμεύσει».

Ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία (λέγει ὁ μέγας Βασίλειος) εἶναι ὡσὰν μία πληγή, ἡ ὁποία, ἂν δὲν φανερωθῇ εἰς τον ἰατρόν, σήπεται καὶ καθίσταται ἀνίατος· «κακία σιωπηθεῖσα νόσος ὕπουλός ἐστιν ἐν τῇ ψυχῇ». «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;» «Εὔα τί ἐποίησας;». Αὐτοὶ προφασίζονται προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Εἶναι σκάνδαλον καὶ ἐντροπὴ νὰ εἴπωμεν τὶ ἀκούομεν τὸν παρόντα καιρὸν εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, μάλιστα τῶν γυναικῶν. Ἡ μία ἐγκαλεῖ τὸν ἄνδρα της, ἡ ἄλλη τὴν πενθεράν της, ἐκείνη τὴν νύμφην της, αὕτη τὸν υἱόν της, τὴν δούλην της. Ἔπταισε λέγει ὁ ὄφις, ὁ διάβολος τὴν ἐπείραξεν· «ὁ ὄφις ἠπάτησέ με» (Γεν. γ’ 13). Τὶ μεγάλη ἡ ὑπομονὴ τοῦ Πνευματικοῦ νὰ ἀκούῃ τὰ μωρολογήματα μιᾶς γυναικός, ὅταν ἐξομολογεῖται, ἡ ὁποία κάθε ἄλλο πρᾶγμα λέγει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν της! Ἀλλ’ ὅταν εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, ὦ Εὔα, ὦ γυνή, ὅποια καὶ ἂν εἶσαι, σὺ κατηγορεῖς τοὺς ἄλλους καὶ δὲν κατηγορεῖς τὸν ἑαυτόν σου, αὐτὴ δὲν εἶναι ἐξομολόγησις, αὐτὴ εἶναι κατάκρισις· καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὑπάγεις εἰς τὸν Πνευματικὸν μὲ ἕνα κρῖμα καὶ γυρίζεις μὲ δύο· ὑπάγεις ἁμαρτωλὴ καὶ γυρίζεις ἁμαρτωλότερη.

Ἀλλὰ τὶ ἐντρέπεσαι; Τί προφασίζεσαι, Χριστιανέ; Ὅτι εἶσαι ἄρχων εὐγενὴς καὶ δὲν θέλεις νὰ γνωρίζῃ ἄλλος μίαν πρᾶξιν, τὴν ὁποίαν ἔκαμες ἀναξίαν τῆς τιμῆς σου; Ἀλλ’ ὁ Δαβὶδ ἦτο βασιλεύς· αὐτὸς ἔκαμε μοιχείαν καὶ φόνον· μ’ ὅλον τοῦτο δὲν ἐντράπη, δὲν ἐπροφασίσθη νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἁμαρτίαν του· «τὴν ἁμαρτίαν μου (λέγει) ἐγνώρισα καὶ τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα» (Ψαλμ. λα’ 5)· «Ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» (Β’ Βασ. ιβ’ 13), εἶπε πρὸς Νάθαν τὸν Προφήτην, ὅστις ἦλθε νὰ τὸν ἐλέγξῃ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦτο ὁ Προφήτης τοῦ ἔδωκεν εὐθὺς τὴν συγχώρησιν ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ· «Κύριος παρεβίβασε τὸ ἁμάρτημά σου» (αὐτόθι). Διατί ἐντρέπεσαι καὶ προφασίζεσαι, Χριστιανέ; Διότι εἶσαι ἱερωμένος καὶ δὲν θέλεις νὰ φανερώσῃς ἕνα σφάλμα, τὸ ὁποῖον ἔκαμες, ἀνάξιον ἴσως τῆς Ἱερωσύνης σου; Ἀλλ’ ἄκουσον καὶ φρίξον. Εἰς τοὺς παλαιοὺς καιρούς, ὅταν εἰς τοὺς Ἱερωμένους ἦτο θερμότερος ὁ ζῆλος τῆς Πίστεως, ἐβλάστανον συχνὰ καὶ αἱ αἱρέσεις. Ὅθεν ἐγίνοντο συχνὰ καὶ Σύνοδοι, διὰ νὰ τὰς ξερριζώνουσιν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.