Ἁμαρτία ἐξομολογηθεῖσα, δὲν εἶναι πλέον ἁμαρτία· «Παρεβίβασε, Κύριος τὸ ἁμάρτημά σου» (ἔνθ’ ἀν.). Ἁμαρτία μὴ ἐξομολογηθεῖσα καθαρῶς, ἀλλὰ μὲ πρόφασιν, εἶναι κόλασις· «ἁμαρτία σιωπηθεῖσα, νόσος ὕπουλός ἐστιν ἐν τῇ ψυχῇ» (ἔνθ’ ἀν.).
Ἀλλὰ σὺ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς ἐντροπὴν καὶ χωρὶς πρόφασιν ἐξωμολογήθης· σὺ συνεχωρήθης ἀπὸ τὸν Πνευματικόν· σὺ λαμβάνεις τὴν εὐχήν του καὶ ἀναχωρεῖς· τώρα τί ἄλλο σοῦ μένει νὰ κάμῃς; Σοῦ μένει τὸ ἀναγκαιότερον καὶ κυριώτερον. Πρῶτον μὲν νὰ κάμῃς τὸν κανόνα, τὸν ὁποῖον σοῦ ἔδωκεν ὁ Πνευματικός. Ὁ Πνευματικὸς ἀληθινὰ πρέπει, ὡς ἔμπειρος ἰατρός, νὰ ἔχῃ δύο ἐξαίρετα· χεῖρα ἐλαφρὰν καὶ ὄμμα καλόν· χεῖρα ἐλαφράν, ἤτοι τὰ εἶναι συμπαθητικός, διότι τὸ εὐσυμπάθητον τοῦ Πνευματικοῦ συμφέρει πολύ, λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος· «Μέγα ἡ συγγνώμη πρὸς σωτηρίαν»· ὁ ἄρρωστος πρέπει νὰ θεραπεύεται, ὄχι νὰ θανατώνεται. «Τὸ ἀρρωστοῦν θεραπεύεται, οὐ συντρίβεται», ἑρμηνεύει ὁ αὐτός. Ὄμμα καλόν, ἤτοι νὰ εἶναι διακριτικὸς διακρίνων τὰ πρόσωπα. Ὁ πλούσιος νὰ κανονίζεται μὲ ἐλεημοσύνην, ὁ πτωχὸς μὲ μετάνοιαν, ὁ δυνατὸς μὲ νηστείαν, ὁ ἀδύνατος μὲ προσευχήν. Πρῶτον μέν, λέγω πάλιν, νὰ κάμῃς τὸν κανόνα, τὸν ὁποῖον σοῦ ἔδωκεν ὁ Πνευματικός· δεύτερον, νὰ διορθώσῃς τὴν ζωήν σου· ἀλλέως ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἔκαμες, δὲν εἶναι ἐξομολόγησις, εἶναι ἀργολογία, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. «Ὅταν τις ἐξομολογῆται καὶ οὐ διορθοῦται, ἀργὸς λόγος».
Καὶ ἀνάμεσα εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ διορθῴσῃς, τρία εἶναι τὰ κύρια. Πρῶτον ἔχεις ἔχθραν μετά τινος, δι’ οἱανδήποτε ἀφορμὴν τὴν ὁποίαν σοῦ ἔδωκε; Πρέπει νὰ τὸν συγχωρήσῃς ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου. Διότι, ἂν δὲν συγχωρήσῃς, δὲν συγχωρεῖσαι καὶ σύ· εἶναι ἀπόφασις τοῦ Χριστοῦ· «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὑτῶν, οὐδὲ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. ϛ’ 14-15). Ἀλλὰ κατὰ τὸν παρόντα καιρὸν ἠξεύρετε τί γίνεται; Ὁ Θεμιστοκλῆς καὶ ὁ Ἀριστείδης οἱ Ἀθηναῖοι εἶχον μεταξύ των ἔχθραν μεγάλην καὶ ἀσυμφωνίαν πολλήν· ἡ χώρα ὅμως τοὺς ἔστειλέ ποτε πρέσβεις δι’ ἀναγκαίαν ὑπόθεσιν. Ὅθεν ἔπρεπε νὰ συμφωνήσωσι. Τότε ὁ Ἀριστείδης εἶπε πρὸς τὸν Θεμιστοκλῆν· «Θέλεις νὰ ἀφήσωμεν τὴν ἔχθραν μας ἐδῶ εἰς τὰ σύνορα καὶ ὅταν ἐπιστρέψωμεν, ἂν θέλῃς, νὰ τὴν ξαναπάρωμεν; Βούλει, ὦ Θεμιστόκλεις, ἐπὶ τῶν ὅρων τὴν ἔχθραν ἀπολείπωμεν! Ἂν γὰρ δοκῇ πάλιν, ἐπανιόντες ληψόμεθα».